Σάββατο 3 Απριλίου 2021

 ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ 


ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ

Στέλλα Ρωτού: Μετά τις θάλασσες, ένα Μετέωρο ταξίδι - Παρουσίαση από την Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

new-portrait-template-1

Αναμφίβολα μετέωρο το ταξίδι του ανθρώπου στη ζωή. Βήματα κάποτε πιο σίγουρα κάποτε πιο ασταθή. Κάποιες φορές σε αβεβαιότητα και άλλοτε σε αναμονή, σε επαλήθευση ή ματαίωση. Η Κύπρια συγγραφέας Στέλλα Ρωτού ακολουθεί το μετέωρο αυτό εκ φύσεως βάδισμα του ανθρώπου στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της (Μετέωρο ταξίδι, Εκδόσεις Γκοβόστη 2020), αφού μας έχει ήδη ταξιδέψει μέσα από τις θάλασσες στην πρώτη της συλλογή (Μέσ΄απ΄τις θάλασσες, 2018) αποκτώντας την εμπειρία της συγγραφικής περιπλάνησης, την πείρα της ωριμότερης γραφής. Τριάντα τέσσερα συνολικά διηγήματα-σταθμοί σε αυτή την καινούρια διαδρομή και ένα εισαγωγικό το οποίο τιτλοφορείται «Του φόβου». Χαρακτηριστικό του η έντονη, εξομολογητική, σχεδόν παραληρηματική γραφή. Στην εισαγωγή αυτή, με ένα τρόπο φαινομενικά ασύνδετο, η Ρωτού ως δραματοποιημένος αφηγητής, επιχειρεί μέσω του ιστού της γραφής να συνενώσει ονειρικά στιγμιότυπα φόβου έως και πανικού, μετατοπίσεις από το γνώριμο αλλά απρόσμενα αφιλόξενο περιβάλλον του σπιτιού σε ταξιδιωτικές τοπογραφίες όπως είναι το λιμάνι, ο σιδηροδρομικός σταθμός, το αεροδρόμιο, το λεωφορείο. Και εκεί, όμως, η ανατροπή, η απασφάλιση του φόβου, έτσι που μοναδική επιλογή παραμένει η επιστροφή στο γνώριμο του βίου, όσο κι αν πρέπει να παλέψει κανείς γι΄αυτό.

Η κόρη μου με κρατάει σφιχτά. Δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο ν΄αντιδράσω. Επιστρέφω αποφασισμένη να βάλω μια τάξη στη ζωή μου. Η κουζίνα είναι πάντα εκεί στην ίδια θέση. (Του φόβου, σελ. 16)

Η συνέχεια της γραφής ακολουθεί την επιλογή της εισαγωγής. Ανεξαρτήτως του όποιου φοβικού συναισθήματος, η Ρωτού επιλέγει τις διαδρομές της άλλοτε ως κεντρικό πρόσωπο στην καρδιά των γεγονότων (πρωτοπρόσωπη γραφή) και άλλοτε ως παρατηρητής ενός άλλου χαρακτήρα (τριτοπρόσωπη γραφή). Στο ταξίδι αυτό υιοθετεί κάποτε έναν πυκνό αφηγηματικό λόγο και άλλοτε μία ανάπτυξη επεισοδίου ή εικόνας, αφηγηματικές τεχνικές οι οποίες εναλλάσσονται, καθώς η Ρωτού στήνει το σκηνικό, τους ήρωες και ηρωίδες της. Γενικότερα, όμως, η συγγραφέας δίνει την εντύπωση ότι κινείται στο περιβάλλον εστιάζοντας τον φακό του ενδιαφέροντός της σε στιγμιότυπα τα οποία ενεργοποιούν τη συγγραφική της ταυτότητα.

Νεαρό ζευγάρι γύρω στα είκοσι σφιχταγκαλιασμένο και ακίνητο σχεδόν σαν άγαλμα. Φιλιέται παθιασμένα. Το αγόρι φιλά τα υγρά μάτια της κοπέλας ψιθυρίζοντάς της κάτι που δεν μπορώ να ακούσω κι ας πεθαίνω από περιέργεια∙ υποθέτω ότι της δίνει όρκους παντοτινής αγάπης και αφοσίωσης. Κάποια στιγμή η κοπέλα αποτραβιέται σαν να θέλει να πάρει ανάσα και σκουπίζει τα δάκρυά της. Παρατηρώ το μέτωπο, τη γεμάτη πυκνές φακίδες μύτη της και ένα κενό στα μπροστινά της δόντια που την κάνει μάλλον άχαρη. (Στο αεροδρόμιο, σελ. 23)

Η προσέγγισή της ανθρωποκεντρική, εκκινεί από το εξωτερικό ερέθισμα και καταλήγει στην ενδοχώρα των συναισθημάτων, εκεί όπου οι ιστορίες και οι γεύσεις των ανθρώπων συγκλίνουν υπό το φως της κοινής υπαρξιακής τους μοίρας.

Θέλω να ρωτήσω αυτούς τους ανθρώπους από πού έρχονται και αν ξέρουν πού πηγαίνουν∙ αυτές τις τέσσερις σκιές με μοναδική αποσκευή έναν υφασμάτινο μπόγο και τη μυρωδιά του θανάτου. ( Στο λεωφορείο, σελ. 53)

Το ύφος των διηγημάτων δεν χαρακτηρίζεται από έντονη γλαφυρότητα. Εντούτοις η συγγραφέας, ακολουθώντας μία ρεαλιστική καταγραφή των όσων παρατηρεί και με ειλικρίνεια διατύπωσης, αυθεντικότητα συναισθημάτων, μετατρέπει με ευκολία τον αναγνώστη της σε συνταξιδιώτη στο μετέωρο ταξίδι των χαρακτήρων της.

Ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, το υπαρκτό και το μεταφυσικό, η θεματολογία της Ρωτού εκτείνεται από το παρόν στο παρελθόν και αντιστρόφως. Η σκέψη της, όμως, επιχειρεί και έναν διασκελισμό στο μέλλον με διήγημα που εκπλήσσει ευχάριστα, καθώς η συγγραφέας διαφεύγει από τον υπαρκτό κόσμο καταφεύγοντας σε έναν επινοημένο, όπως υπαγορεύεται από τη φαντασία ή το υποσυνείδητο.

Πέθανα στα εξήντα επτά∙ πάντα φοβόμουν τον θάνατο. Πίστευα ότι τον ακολουθεί πυκνό, ζοφερό σκοτάδι και είχα μια ανεξήγητη βεβαιότητα ότι η διαδρομή μέχρι την αντίπερα όχθη είναι περίπλοκη, με πολλές ανατροπές και ταλαιπωρίες. (Ο θάνατός μου, σελ. 148)

Για το τέλος των διηγημάτων της η Ρωτού επιλέγει συνήθως το στοιχείο της ανατροπής, όχι ιδιαίτερα ή απόλυτα συνταρακτικής, κλείνοντας με μία σχετική αναθεώρηση των όσων έχουν δομηθεί προηγουμένως στην αντίληψη του αναγνώστη.

Αυτή, σε κακή κατάσταση επικαλείται ξαφνική αδιαθεσία και ανεβαίνει τρέχοντας στο δωμάτιό της. Σαν σε παράκρουση βγάζει και πετάει από πάνω της το φουστάνι με τέτοια μανία που λίγο ακόμα και θα το έσκιζε∙ μαζεύει βιαστικά τα πράγματά της , αλλάζει την ημερομηνία του εισιτηρίου της και αναχωρεί με την πρώτη πτήση, παρατώντας το εκνευρισμένη στο πάτωμα του δωματίου της. (Γαμήλιο ρούχο, σελ.124)

Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις στις οποίες το τέλος των διηγημάτων επέρχεται σαν κλείσιμο πόρτας σε δωμάτιο που ο αναγνώστης έχει περιηγηθεί τόσο όσο του επέτρεψε το άνοιγμα που έχει αφήσει η συγγραφέας.

Πίσω της ο παππούς χαμογελάει ικανοποιημένος που παρέμειναν στο σκοτάδι τα μυστικά της οικογένειας, μα πάνω απ΄όλα που περιφρούρησε την αγαπημένη εγγονή του, μη αφήνοντάς τη να βρεθεί μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις. (Μήνυμα, σελ. 127)

Σε σύγκριση με την πρώτη της συλλογή η Ρωτού, θεματολογικά, αποκλίνει από το ζήτημα εισβολής και κατοχής της Κύπρου, αν και ο αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει κάποιες νύξεις. (Στο λεωφορείο, σελ.52)

Αξιοπρόσεκτες δύο περιπτώσεις επιλογής θέματος στο Μετέωρο ταξίδι. Η μία αφορά στο διήγημα «Διαφορετική διαδρομή», στο οποίο η συγγραφέας υιοθετεί ένα χιουμοριστικό, ανάλαφρο τόνο αφήγησης, γεγονός που αντιλαμβάνεται ευθύς εξαρχής ο αναγνώστης της, διαβάζοντας τα ονόματα των δύο οικογενειών του διηγήματος, οικογένειες Φιλοξενίδη και Αβανταδόρου. Η συγγραφέας τοποθετεί στον ταξιδιωτικό χάρτη και αυτή τη ματιά για τη ζωή, τη διασκεδαστική και δηκτική. Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην ενότητα μικρότερων αφηγήσεων με τον τίτλο «Στιγμές», η οποία συναντάται στο τελευταίο μέρος της συλλογής. Ο τίτλος διακειμενικά παραπέμπει στις Στιγμές του Κώστα Μόντη και τα πολύ μικρά αλλά εύγλωττα ποιήματά του. Ομοίως η Ρωτού επιλέγει για την ενότητα αυτή πολύ σύντομες ιστορίες, οι οποίες μοιάζουν με καταγραφές ημερολογίου. Άξαφνα, όμως, λες και αποκτούν φωνή και μέσα σε μια «στιγμή» μονολόγου αποκαλύπτουν όλα όσα η συγγραφέας θέλησε ίσως να αφήσει ως διερώτηση στα προηγούμενα διηγήματα της συλλογής. Αν και πολύ σύντομα αφηγήματα μπορούν, κατά την άποψη του Ian Reid να θεωρηθούν διηγήματα, αφού διατηρούν σαφή σχέση με ιστορίες πλοκής. (Κωτόπουλος, 2019)

Στο τέλος, βυθοσκοπώντας στις σκέψεις και τα οράματά της, η συγγραφέας αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται κατά πόσο επιβιβάσθηκε σε ένα πραγματικό ή ένα ονειρικό ταξίδι. Και είναι μια τέχνη ενός καλού λογοτεχνήματος να δημιουργεί ερωτήματα αντί να δίνει αναμφισβήτητες απαντήσεις.

Η Ρωτού, με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, επιβεβαιώνει την προσωπική της πορεία στο λογοτεχνικό αυτό είδος, χαράζοντας ένα δρόμο με αέρα φρεσκάδας στην επιλογή των θεμάτων και την αφηγηματική τεχνική της.


ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κωτόπουλος, Η. Τ. (2019). Η τέχνη της μικρής ιστορίας. https://slpress.gr/politismos/i-techni-tis-mikris-istorias/


ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ 

Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου 2020

Στέλλα Ρωτού, Μετέωρο Ταξίδι, διηγήματα

 Στέλλα Ρωτού, Μετέωρο Ταξίδι, Διηγήματα, Εκδόσεις Γκοβόστη

«Μετέωρο ταξίδι», ένας επιτυχημένος τίτλος διηγήματος και συλλογής διηγημάτων, περιεκτικός του πνεύματος των κειμένων, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, στις σκέψεις και τα συναισθήματα, στη ζωή και το θάνατο, στην ατολμία και την τόλμη, γιατί μερικά διηγήματα όντως χρειάστηκε αρκετή τόλμη να γραφτούν.
Ίσως να θεωρούμε δεδομένο το ότι ένας γράφει, του αρέσει, έχει έμπνευση, ο λόγος του ρέει, δεν κοπιάζει, παίζει, το χαίρεται. Στην περίπτωση της Στέλλας Ρωτού δεν φαίνεται καμιά προσπάθεια ή κόπος στο γράψιμο, παρόλο που είναι κέντημα- λεπτοδουλειά, δεν μπορώ όμως να πω το ίδιο για το περιεχόμενο, γιατί, όπως δείχνει, πίσω του βρίσκεται ένας άνθρωπος που αποκαλύπτει πτυχές του εαυτού του, δεν είναι μια κατασκευαστική μηχανή, ούτε και διανοητική -εγκεφαλική, που τετραγωνίζει κύκλους ή ζευγαρώνει τα αζευγάρωτο για να επιτύχει ανατροπές. Αντίθετα, βιώνει, συγκλονίζεται και γράφει, γι’ αυτό και είναι αληθινή. Τα διηγήματά της είναι ψυχικού πάθους σημαντικά.
Διηγήματα ανοιχτά στην αρχή και στο τέλος, μοιάζουν με ταινίες μικρού μήκους ή με φωτογραφίες, η ζωή συνεχιζόταν πριν πατήσει το κουμπί ο φωτογράφος, και συνεχίζεται και μετά τη φωτογράφηση. Η στιγμή αθανατίζεται με το λόγο, χρονικός προσδιορισμός μπορεί να μην υπάρχει, τον υποκαθιστά όμως ο τοπικός, που μαρτυρεί τη γεωγραφική πραγματικότητα. Το λακωνικό, κοφτό γράψιμο, δίνει ρυθμό, νευρικότητα, ζωντάνια, αγωνία, χτυποκάρδι. Ο αναγνώστης μπαίνει στο ρυθμό και ζει με τη συγγραφέα.
Ο χρόνος, οι γονείς, η ίδια γονιός, η κόρη, το δέσιμο με τους ανθρώπους της, ό, τι και να γίνει δεν τους βγάζει από το νου, μεριμνά γι’ αυτούς, ως κόρη και μάνα. Ανατροπές ή περιπέτειες, το άγνωστο, το απρόσμενο κεντρίζουν τον αναγνώστη. Πινελιές- κεντρίσματα. Ευχάριστο και ζωντανό διάβασμα. Αυτές οι πρώτες εντυπώσεις. Εν- τυπώσεις, στη βαθύτατη κυριολεξία τους.
Ειδικότερα, η προσωποποίηση του φόβου, η ενσάρκωση του εντός κόσμου, η δραματοποίηση, με τους ανάλογους κραδασμούς στο γράψιμο κυκλώνουν τον αναγνώστη που μετέχει νοερά και συναισθηματικά. Οι υποθέσεις παίζουν στη ζωή την ίδια σημασία με την πραγματικότητα, είναι εσωτερικές σκέψεις, φόβοι ζωντανοί. Παραστάσεις που γεννούν άλλοι στην συγγραφέα παρουσιάζονται φωτεινές στιγμές σε τεράστιο πίνακα. Διάλογοι που φωτίζουν τους χαρακτήρες και τις σχέσεις των ανθρώπων, τους δεσμούς και συγκρούσεις των, η κλιμακωτή αποκάλυψη ανθρώπινων τύπων μπορούν να γενικευτούν και να περιλάβουν πλήθος συνανθρώπων. Κοινωνικά προβλήματα, με μια σταθερή ανθρώπινη στάση, αποφασιστικότητα για το καλύτερο, για την αξιοπρέπεια και την αλήθεια, φανερώνουν ήθος σπάνιο, ομολογητικό στις δύσκολες μέρες μας.
Στο τέλος της συλλογής, μικρά διηγήματα, φιλοσοφικά, μάρτυρες μεγάλων αληθειών, που εκφέρονται διηγηματικά, εικονικά, κινηματογραφικά.
Γενικά, αυτά που δεν μπορούν να μας διαφύγουν από την τέχνη της Στέλλας Ρωτού είναι
Α. η σύλληψη του ασύλληπτου, η προσωποποίηση, υλοποίηση του αόρατου, του εσωτερικού, Β. η ελευθερία στη σύλληψη των θεμάτων, δοκιμές στα πάντα, από τον έρωτα, το σεξ ως τον θάνατο, δοκιμή και επιβεβαίωση Γ. η φιλοσοφική ενατένιση της ζωής, η ωριμότητα με όλα τα παρεπόμενα. Δεν έχουμε ακόμα συμφιλίωση με τον θάνατο. Αργά γρήγορα θα την δούμε. Αυτό δείχνει η πορεία. Καλή συνέχεια.
Στέλιος Παπαντωνίου

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020



(Πίνακας Motherly Love του Josef Danhauser στο Μουσείο Belvedere στη Βιέννη)

Αρχάριοι στην αγάπη
Μου λες σ’ αγαπώ και δεν μπορώ παρά να σε σκέφτομαι• σ’ αγαπώ και δεν ζω παρά μόνο για σένα• μ’ αγαπάς και χωρίς εμένα χάνεσαι − πεθαίνεις.
Πολλές φορές αισθάνομαι διστακτική, ίσως και επιφυλακτική, μπροστά στην ευκολία με την οποία οι άνθρωποι εκφράζουν τα συναισθήματά τους και κυρίως αυτό της αγάπης• δεν μιλώ για την έμπρακτη  αλλά για την αγάπη που εκφράζεται λεκτικά. Προσπαθώ να σχηματίσω τη λέξη αγαπώ. Θέλω να της δώσω μορφή, να την κάνω κάτι το χειροπιαστό,   να την αισθανθώ και να την εισπνεύσω με όλη τη δύναμή μου. Τη φαντάζομαι δυνατή και λουσμένη στο φώς,  αφού είμαι απολύτως σίγουρη ότι η λέξη αγάπη δεν έχει καμιά σχέση με το γκρίζο πόσο μάλλον με το απόλυτο σκοτάδι. Αγαπώ σημαίνει νοιάζομαι, φροντίζω, ανέχομαι, υποφέρω, κατανοώ, εκτιμώ, συμπαραστέκομαι, αποδέχομαι, συγχωρώ, προστατεύω και ένα σωρό ακόμη πράγματα.
Θυμάμαι ότι νεότερη δυσκολευόμουν πολύ να πω σε κάποιον σ’ αγαπώ. Δεν το έλεγα ούτε στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους• δεν τους αγκάλιαζα, δεν τους χάριζα τα φιλιά μου, για τον απλούστατο λόγο ότι όλ’ αυτά τα θεωρούσα αυτονόητα και δεδομένα. Σήμερα, έχοντας πια ωριμάσει και νιώθοντας τον χρόνο να λιγοστεύει νομίζω ότι έχω αλλάξει• ότι έχω γίνει γενναιόδωρη και, το κυριότερο, απολαμβάνω τη γενναιοδορία μου περισσότερο από όλους όσοι την εισπράττουν. 
Αντιλαμβάνομαι την αγάπη σύμφωνα με τις προσωπικές μου αδυναμίες. Μπορεί να παίρνω απ’ αυτήν όλα όσα μου χρειάζονται, αλλά για μένα αγαπώ σημαίνει ότι δίνομαι στον άλλο ολόψυχα, ολοκληρωτικά και χωρίς όρους• αγαπώ και χαίρομαι την αγάπη χωρίς την προσδοκία κανενος ανταλλάγματος. Από τη στιγμή που συνειδητοποιήσω ή απλώς διαισθανθώ ότι περιμένω κάποιο αντάλλαγμα για την αγάπη μου, αμέσως διαλύονται τα μάγια, η ασημόσκονη του ονείρου σκορπίζεται, χάνεται και το παραμύθι έχει άδοξο τέλος.
Συχνά σκέφτομαι ότι είμαστε όλοι αρχάριοι στην αγάπη• η μάνα όταν γεννήσει το πρώτο της παιδί, το παιδί όταν γεννηθεί το μικρότερο αδελφάκι του, το κορίτσι και το αγόρι όταν αισθανθούν το πρώτο σκίρτημα στην καρδιάς τους, η γιαγιά όταν κρατάει στα χέρια της το πρώτο της εγγόνι −όλοι είναι αρχάριοι στην αγάπη. Μπορεί επειδή η αγάπη δεν κατακτιέται ούτε διδάσκεται ποτέ ολοκληρωτικά• έχει πτυχές και κόλπους ανεξερεύνητους, πρόσφορους όμως να ξεδιπλωθούν και ν’ αποκαλυφθούν, αγκαλιάζοντας αυτόν που πραγματικά το επιθυμεί.
Αγαπώ λοιπόν με πάθος και χαίρομαι την αγάπη που μου προσφέρεται, πάνω απ’ όλα όμως  απολαμβάνω την αγάπη που εγώ προσφέρω. 
(Στέλλα Ρωτού) 

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020




...ο σκοπός της φιλολογίας είναι να βοηθήση τους ανθρώπους να καταλάβουν τον εαυτό τους, να δυναμώση την πίστη τους προς τις ίδιες τους δυνάμεις, ν’ αναπτύξη στα στήθια τους τον πόθο προς την αλήθεια, να πολεμήση μέσα τους το κακό και να κατορθώση νάβρη το καλό, να ξυπνήση στις ψυχές τους την ντροπή, την οργή, τον ανδρισμό, να κάνη το παν για να γίνουν ευγενείς, γεροί και δυνατοί και να φυσήξη στη ζωή τους την ψυχή, κάνοντας να εισχωρήση σ’ αυτή το ιερό πνεύμα της ομορφιάς. Να ο ορισμός μου. Δεν είναι βέβαια πλήρης...

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019




Αισθάνομαι πραγματικά χαμένη στα στενά δρομάκια της Μεδίνας αλλά και στον σκοτεινό λαβύρινθο του χρόνου, όπου «ψάχνω γι’ αγάπες που θυμίζουν Μαρρακές», και προσπαθώ να ξετρυπώσω στις εκατοντάδες μαγαζάκια που προσπερνώ, με τα πολύχρωμα παραδοσιακά κεραμικά, τις μπρούτζινες και ασημένιες λάμπες, τα κιλίμια και τα χαλιά,  τις πασμίνες, τα καφτάνια, τα κρέατα, τα φρούτα, τα μπαχαρικά, τους ξηρούς καρπούς, όλα ανάμεικτα, τα φημισμένα mules παπούτσια που έχουν αναδείξει σε απαραίτητο αξεσουάρ για κάθε γυναίκα οι καλύτεροι μόδιστροι. Περιπλανιέμαι και γοητευμένη αφήνομαι να χαθώ στα δαιδαλώδη δρομάκια με τον ενδόμυχο φόβο, κάποτε και πόθο ότι αν χαθώ δεν θα με βρει ποτέ κανείς• οι οδηγίες εξάλλου που είχα πριν έρθω εδώ ήταν να έχω τον νου μου να μην παρασυρθώ στους στενούς δρόμους με τα μικρομάγαζα γιατί μπορεί και να έμενα  για πάντα εδώ.  
Η ατμόσφαιρα της πόλης ασκεί μια τέτοια επίδραση επάνω μου που αδιαφορώ εντελώς για οτιδήποτε• τα μάτια μου δεν χορταίνουν την τόση ομορφιά που με τριγυρίζει. Περπατώ αμέριμνα, χαζεύω, ψωνίζω επιστρατεύοντας όλες μου τις ικανότητες για παζάρεμα αφού, όπως με έχουν πληροφορήσει, το παζάρι είναι κάτι που επιβάλλεται, καθώς είναι μέσα στην ιδιοσυγκρασία των Μαροκινών. Κοντοστέκομαι για να πιώ λίγο τσάι μέντας σε μια ταράτσα με απίστευτη θέα και ύστερα συνεχίζω χωρίς να νιώθω καθόλου κούραση• σκέφτομαι ότι η ιδιαίτερη ψυχολογική διάθεση που μου υποβάλλει ο χώρος κάνει τα πόδια μου ανάλαφρα και την ψυχή μου αέρινη.  
(Στέλλα Ρωτού - απόσπασμα από την περιδιάβαση στο Μαρόκο)

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019



Μετράω τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες, τις ημέρες  και τις νύχτες, τις εβδομάδες, τους μήνες, τα χρόνια. Μετράω ακατάπαυτα. Η ζωή τρέχει να γλιτώσει από τη μανία μου ενώ εγώ παραμένω  κολλημένος στο καντράν του ρολογιού, στην οθόνη του κινητού, στο ρολόι του υπολογιστή, σε ό,τι μετράει τον χρόνο. Φοβάμαι τις αστραπές και τις βροντές, τις θεομηνίες, φοβάμαι τη μοναξιά, την αβεβαιότητα, την αταξία, το σκοτάδι, τις αρρώστιες, την απώλεια, τον θάνατο. Δεν έχω χρόνο να χαρώ ένα εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα,  να παρακολουθήσω το ταξίδι των σύννεφων, ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα στο δάσος, να χαζέψω το ρυάκι που κυλάει, ν’ ακούσω τον αέρα, να νιώσω τη βροχή να μουσκεύει απαλά το σώμα μου, να αφουγκραστώ τον φλοίσβο των κυμάτων, να μυρίσω τα λουλούδια στον κήπο, να κυνηγήσω πεταλούδες, να ρίξω ψίχουλα για να μαζευτούν τα πουλιά, να παρακολουθήσω τις μέλισσες να μαζεύουν τη γύρη και τα μυρμήγκια να δουλεύουν, να διαβάσω ποίηση, ν’ ακούσω μουσική, να παρακολουθήσω μια ταινία, να ζήσω. Παρακολουθώ το ρολόι που τρέχει και μαζί του παρασέρνει τη ζωή μου.  Κι εγώ, έτσι απλά, δεν προλαβαίνω…
Στέλλα Ρωτού

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019



Της θάλασσας
Ώρες ολόκληρες αγναντεύω το πέλαγος. Παρατηρώ την καμπύλη που ενώνεται με τον ορίζοντα προσπαθώντας να ξεδιαλύνω τις αποχρώσεις σου. Η περιδίνηση του νερού με συνεπαίρνει. Σε αναπνέω μαζί με τα ζώα, τα φυτά και τα κύτταρά σου. Εισπνέω το άρωμά σου αχόρταγα κι ανανεώνομαι. Βυθίζω το βλέμμα μου μες στο βαθύ γαλάζιο σου κι αισθάνομαι να γίνομαι ένα με τις γοργόνες και τα ξωτικά σου. 
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που βυθίζομαι ολόκληρη εντός σου, γαντζώνομαι στα σπλάχνα σου και νιώθω το χάδι σου απαλό στο πρόσωπό μου, σαν μητρική στοργή.
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που η ματιά σου, διερευνητική, βυθίζεται στο βλέμμα μου και διαβάζει εντός μου. Αφουγκράζεσαι τις αγωνίες μου και κάνεις τα πελώρια κύματά σου αγκαλιά για να με προφυλάξεις από τις φοβίες μου.
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που αφήνομαι στο χάδι σου νωχελικά,  αδιαφορώντας για ό,τι συμβαίνει γύρω μου και παρασύρομαι σε ταξίδια ονειρεμένα, σε τόπους μακρινούς, διαφορετικούς, παραδεισένιους.
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που σαν καραβάκι βρίσκω απάγκιο στην αγκαλιά σου και νανουρίζομαι από τον φλοίσβο σου. Αποξεχνιέμαι και τινάζω τις αναμνήσεις  μακριά όπως τα ψίχουλα από το τραπεζομάντηλο.
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που βλέπω εντός του σκουρόχρωμου γαλάζιου σου, σαν παλλόμενο φως, όλες τις εσωτερικές μου αγωνίες.
Κι εσύ εκεί, σαν βράχος βλέπεις, ακούς κι αισθάνεσαι τη φουρτούνα της ψυχής μου και μ’ έναν μοναδικό τρόπο που μόνο εσύ τον ξέρεις καταλαγιάζεις μέσα μου τον φόβο και την αγωνία του θανάτου.
(Στέλλα Ρωτού)


Τετάρτη 29 Μαΐου 2019



Η καρέκλα
Χρειάστηκε να ταξιδέψει από πολύ μακριά για να έρθει κοντά μου∙ από το λιμάνι ως
το σπίτι έπρεπε να έρθει δεμένη μέσα σε ένα φορτηγάκι, στριμωγμένη ανάμεσα σε
ένα σωρό άλλα έπιπλα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Μπορεί να ήταν παλιά, το σώμα
της ωστόσο ήταν άθικτο εντελώς, χωρίς ουτ’ ένα γδάρσιμο, λουστραρισμένη, με τη
δερμάτινη επένδυσή της σε χρώμα μπορντό και τα στρογγυλά, διακοσμητικά
κουμπιά της αστραφτερά, χωρίς ίχνος σκουριάς∙ σκουρόχρωμη, από μασίφ σκελετό
οξιάς, με πλάτη καμωμένη από ξύλινες ορθογώνιες λουρίδες και μπράτσα με
υπέροχο χειροποίητο σκάλισμα.
Τώρα την έχω σε μια γωνιά του ξενώνα φορτωμένη βιβλία. Συχνά την
κοιτάζω αναπολώντας τους παλιούς καλούς καιρούς για κείνη και για μένα, τότε
που στα ανέμελα φοιτητικά μου χρόνια την είχα στο στενάχωρο καθιστικό σε
περίοπτη θέση, πλάι στο σκαλισμένο με σχήμα ελέφαντα τραπεζάκι και την
αισθανόμουν να καμαρώνει για την καλή της τύχη∙ ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου τα
γέλια της κι ακόμα τη θυμάμαι μπαίνοντας στο διαμέρισμα να μου χαμογελά
σχεδόν ευτυχισμένη, μακαρίζοντας την τύχη της, που δεν την πούλησα, όπως έκανα
με άλλα μου έπιπλα, σε κάποιο παλαιοπωλείο.
Ταξίδεψε με τα ρούχα, τα παπούτσια και τα βιβλία μου και συνεχίζει να ζει
μαζί μου, παρόλο που τόσα πολλά πράγματα στη ζωή μου έχουν αλλάξει. Κοιτάζω
τις γραμμές που σχηματίζονται στον τοίχο ανάλογα με το πού πέφτει ο ήλιος τις
διάφορες ώρες της ημέρας. Κι εκεί, στη γωνιά που την έχω, αυτή την τόσο
αγαπημένη μου καρέκλα, κάποιες στιγμές διακρίνω να σχηματίζεται μια καρδιά.
Μια παλλόμενη καρδιά και τότε είναι που αισθάνομαι στο σώμα μου ένα ρίγος και
στη δική μου καρδιά έναν περίεργο, ανεξήγητο πόνο. Κι ένα χάδι απαλό να
διαγράφει το πρόσωπό μου και αργά, αισθησιακά, να αγγίζει το σώμα μου. Πέρασε
τόσος καιρός, αλλά ποτέ δεν ξεθώριασε η ανάμνησή του∙ τα χείλη μου υγρά
περιμένουν με ανυπομονησία να σμίξουν με τα δικά του. Ίσως, κάποτε, με τον ίσκιο
της καρέκλας επανέλθει…
(Στέλλα Ρωτού)