Παρασκευή 22 Μαΐου 2015


Πλωτά φέρετρα

Απόγνωση.
Η απελπισία οδηγεί στ’ άγνωστο:
ταξίδι χωρίς πυξίδα.

Ανασφάλεια.
Η αλήθεια του πράγματος
παραμένει αβέβαιη.

Βία και βία.
Στην αρχή, στη μέση
στο τέλος.

(Πόλεμος, πείνα, δάκρυ,
βασανιστήρια, διακινητές).

Αντίπερα
Τον νου διαφεντεύει ο ρατσισμός.
Η αλληλεγγύη παραμένει τυφλή,
ίσως κωφή.

Σάρκες χρωματισμένες, απλωμένες παντού.
Σπαρακτικές οι κραυγές, αλλόφρονες.
Σκηνές τραγωδίας, μετά σιωπή.

Πλωτά φέρετρα και υγροί τάφοι.
Απόγνωση, ανασφάλεια και βία…

Σ.Ρ. 21/05/2015

Τρίτη 12 Μαΐου 2015


Νίκος Γκάτσος (08/12/1911 – 12/05/1992)
Αγαπητέ κύριε Νίκο,
Στέκεσαι ξαπλωτός κάτω από τον πεύκο. Κάνει δροσιά τώρα τον Αύγουστο και τα πουλιά ξαποστάζουν στη σκιά, στο μαρμαράκι σου πλάι. Κι απ’ αυτή την πλευρά το χωριού έχεις καλό αγνάντιο προς το πέρασμα της μικρής κοιλάδας.
                Το τρενάκι δεν ακούγεται πια. Ο σταθμός έχει ξεμείνει από επιβάτες αλλά και από τους παλιούς κατοίκους που σε καμάρωναν. «Ο κυρ Νίκος ο ποιητής μας» λέγανε με ύφος θριαμβευτικό. Τώρα πάνε αυτά, η σύγχρονη ολόισια οδός περνάει από αλλού, κι άσε που πεθάναν όλοι.
                Αλλά μην στεναχωριέσαι. Τιμονιέρη άσε τα κουπιά, τ’ όνειρό μου δεν υπάρχει πια, στη νυχτιά την παγερή, η καρδιά δε θα χαρεί… Ο ταξιτζής έβαλε το χέρι του ν’ ανοίξει τη φωνή στο ραδιόφωνο. Μουρμούρισε τα στιχάκια, με κοίταξε μέσα από το καθρεφτάκι προτού στρίψει από το Φραγκόβρυσο απάνω προς την ανηφόρα. Τότε θυμήθηκα τον Λόρκα σου, τα λόγια για την πέτρα και τ’ όνειρα που στενάζουν, το άδειο στόμα που γεμίζει από βροχή, την ασπράδα των γιασεμιών και της συκιάς τον άνεμο. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο μουδιασμένος. Περπάτησα στο χωριό. Κοίταξα τριγύρω στην  πλατεία. Εδώ σε γέννησε η μάνα σου, βογγώντας στην κάμαρη με το γαλάζιο χρώμα ανάμεσα στις τράβες. Δεν έκλαψες ούτε στιγμή, το ’λεγε πάντοτε.
                Είχες τόσα αντίδωρα για το μαγνάδι και το κλαμένο αστέρι του βοριά, τις φορτωμένες θημωνιές και τις σπηλιές των ποταμιών. Και τόσα άλλα σφυριά, για την υπομονή σου στη μεγάλη πόλη… Σου ’δωσαν οι προγόνοι τη σκυτάλη για την άλλη θάλασσα και την απαλοσύνη, τα μάγουλα της ελπίδας, τα φυλλοκάρδια του γκιώνη, στο θρυλικό σου τοπίο… Μια και δυο, χρόνια μετά σ’ έβλεπα σε πολυτελή εστιατόρια, ανάμεσα στους καλοβαλμένους. Δεν σου ταίριαζε η χλιδή. Δεν ένιωθες βολικά, και δεν ήσουν εσύ. Γιατί πάντα θυμάσαι το σπιτάκι που έμενες στην Κατοχή˙ τις βραδινές ριπές, τις πνιχτές φωνές, την επίφοβη σιωπή μετά. Και τους στίχους από την Αμοργό σου.

                Δεν  μου φτάνει το χαρτί για να σου πω όλα τ’ άλλα. Μα θα ’ρθω να σε συναντήσω και θα ’βρούμε ώρες ολόκληρες να ξιστορούμε μάχες, τόπους και τραγουδισμένους ήρωες…

Βασίλης Ρούβαλης
Επιστολές σε Ποιητή 2013