Σάββατο 31 Μαρτίου 2018



Ο θάνατός μου

Πέθανα στα εξήντα επτά.
Τον θάνατο πάντοτε τον φοβόμουνα. Πίστευα πως τον συνοδεύει ένα σκοτάδι μαζί με περίπλοκες δυσκολίες ̶ καψόνι ̶  μέχρι την αντίπερα όχθη. Ωστόσο, στ’ αλήθεια δεν ήταν τόσο φρικτά τα πράγματα. Μάλιστα, σε κάποια σημεία της διαδρομής, χρωματιστά φωτάκια αναβόσβηναν, γαλάζιες πεταλούδες περιφέρονταν χαρούμενες μέσα στη σήραγγα, κάποιες παιδικές φωνούλες τραγουδούσαν.
Μπαίνοντας κρατούσα τα μάτια μου κλειστά προσπαθώντας να θέσω σε αδράνεια όλες τις αισθήσεις μου. Δεν ήθελα ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω ούτε να μυρίζομαι ούτε να καταλαβαίνω… Χαλαρά. Ήθελα να περάσω απέναντι όσο πιο ανώδυνα γινόταν. Νόμιζα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα κάλυπτα μ’ έναν αόρατο πέπλο την κακοτράχαλη ζωή που έζησα. Βάσανα, στεναχώριες, δοκιμασίες. Παρ’ όλ’ αυτά, μια κρυφή ελπίδα, μαζί με μια γερή δόση αγωνίας, σιγόκαιγαν μέσα μου. Θα τα κατάφερνα να περάσω εκείνη την ωραία πύλη, την ανθοστόλιστη και να μπω στον Παράδεισο;… Ή μόλις έφτανα εκεί, θα την έβρισκα ερμητικά κλειστή;
Εν τω μεταξύ, ένιωθα πως κάποιες φωνές παρεμβάλλονταν στο ταξίδι και μου χαλούσαν όλο το σκηνικό. Άκουγα ανθρώπους γύρω να κλαίνε, έπειτα κάποια λόγια παρηγορητικά και παραπέρα κάποιοι προσπαθούσαν να οργανώσουν μια «γιορτή». Τέντωσα το αυτί μου προσπαθώντας ν’ αντιληφθώ περί τίνος επρόκειτο.  Ομολογουμένως, δυσκολεύτηκα πολύ να βγάλω άκρη. Όλος αυτός ο σαματάς γινόταν για μένα. Ούτε όταν ήμουν ζωντανή δεν είχαν νοιαστεί τόσο πολύ! Προσπαθούσαν ν’ αποδείξει ο ένας στον άλλο, και πιο πολύ στον εαυτό τους, ποιος ήταν αυτός που λυπήθηκε περισσότερο για τον θάνατό μου... Προσποίηση στο ζενίθ. Τι σου είναι οι άνθρωποι τελικά! Μέχρι κι ετούτη την ώρα συμπεριφέρονται ύπουλα. Ο μόνος που στ’ αλήθεια έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του ήταν ο  αδελφός μου. Παρότι ιερέας, φαίνεται πως ούτ’ αυτός πολυπίστευε στην άλλη ζωή, την άυλη και πνευματική. Μαύρισε η ψυχή του. Τον λυπήθηκα τον δυστυχή. Όμως, σαδιστικά το απολάμβανα.  Βέβαια, πέραν της πλάκας, ήμουνα σίγουρη για την αληθινή αγάπη του κι ένιωθα πόσο πονούσε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δεν ήθελε να το αποδεχτεί. Βηματίζοντας νευρικά πάνω-κάτω, μονολογούσε: «Πώς είναι δυνατόν; Έφυγε έτσι απλά, χωρίς καμία προειδοποίηση. Ακόμη και χθες, μαγείρεψε και φάγαμε μαζί. Δεν μου παραπονέθηκε για τίποτε κι ούτε άρρωστη έδειχνε. Σε τέτοια ηλικία ούτ’ ένα δόντι δεν είχε χάσει. Κι οι φορές που επισκέφθηκε τον γιατρό, μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού».
Βέβαια, ένας ξαφνικός θάνατος δεν είν’ η πρώτη φορά που συμβαίνει.           
Τέλος πάντων, εγώ παρέμενα στην ίδια κατάσταση και το ταξίδι συνεχιζόταν. Αγωνιούσα κι αγχωνόμουν. Βλέπετε, δεν ήξερα πόσο μεγάλη ήταν η απόσταση από τα εγκόσμια στον υπερβατικό κόσμο. Η φασαρία που γινόταν γύρω μού αποσπούσε την προσοχή. Αισθανόμουνα ότι έχανα σημαντικές στιγμές αυτού του ταξιδιού. Και δεν ήθελα να τις χάνω. Ήθελα ν’ απολαύσω και το τελευταίο κομματάκι αυτής της ανεπανάληπτης διαδρομής. Μια εμπειρία μοναδική!
Κάποια στιγμή ο σαματάς μεγάλωσε. Φούντωσε η συζήτηση κι υπήρχαν έντονες διαφωνίες. Δεν καταλάβαινα για ποιο πράγμα διαφωνούσαν. Σίγουρα όμως με αφορούσε άμεσα.
-Η αδελφή μου ήτανε καλή και πονόψυχη. Όλους μας νοιαζόταν και μας φρόντιζε. Πάντοτε είχε ένα επιπλέον πιάτο φαγητό στο τραπέζι της παρ’ όλη τη φτώχεια της. Δεν γίνεται να μείνει το άψυχο σώμα τόσες ημέρες άταφο. Δεν το θέλει ούτε ο ίδιος ο Θεός να την ταλαιπωρούμε μ’ αυτόν τον τρόπο.
-Θείε, παρ’  όλον τον σεβασμό και την εκτίμηση που σου τρέφω, μην επιμένεις, σε παρακαλώ. Πρέπει να κατανοήσεις ότι κηδεία δεν γίνεται εάν δεν μαζευτούν όλα τ’ αδέλφια μου. Τη μάνα μας χάσαμε κι όχι τη γειτόνισσά μας.
-Μπα; Τον καιρό που η μάνα σας ζούσε, περνούσαν ημέρες και μήνες χωρίς να περάσετε από το σπίτι της. Δεν σεβαστήκατε ποτέ τους κόπους και τις θυσίες που έκανε για να σας μεγαλώσει. Τώρα, είτε με την παρουσία σας ή με την απουσία σας, δεν θα της προσφέρετε απολύτως τίποτε. Ή μήπως για τα μάτια του κόσμου και για τη δική σας εξιλέωση επιμένετε τόσο πολύ;
-Η υπομονή μου εξαντλείται και δεν θέλω να παραφερθώ. Βγαίνω έξω να καπνίσω ένα τσιγάρο. Και μέχρι να επιστρέψω, φρόντισε να ’χεις αλλάξει γνώμη.
-Τι θράσος έχουν σήμερα, οι νέοι άνθρωποι! Βάλε τη δύναμή σου, Θεέ μου, να κρατηθώ νηφάλιος. Να μην πέσω στο επίπεδό του.
Κάποιος τρίτος προσπάθησε να παρέμβει, ένας τέταρτος τον αποπήρε και σώπασε.
Πρέπει να παραδεχτώ ότι το ύφος και τα λόγια του αδελφού μου με ξάφνιασαν. Εκτός από ιερέας, ήταν από τη φύση του άνθρωπος πράος και συγκαταβατικός. Ο θυμός όμως για τον χαμό μου, φαίνεται πως τον έκανε σκληρό κι αδιάλλακτο.
Η αντιδικία συνεχίστηκε και μετά το τσιγάρο. Κι έτσι μπόρεσα να καταλάβω επιτέλους πως επρόκειτο για τη δική μου κηδεία. Και πως οι έντονες διαφωνίες ήταν μεταξύ του αδελφού μου και ενός από τους γιους μου. Βέβαια, δεν μπορούσα να εντοπίσω ποιο ήταν το θέμα των συγκρουόμενων απόψεων... Εγώ, μέχρι τώρα, ήξερα ότι όταν κάποιος άνθρωπος εγκατέλειπε τα εγκόσμια, τον έθαβαν την επόμενη ή το πολύ τη μεθεπόμενη ημέρα. Τώρα αυτοί γιατί τσακώνονταν; Μήπως ήθελαν να με ταριχεύσουν ή να με κάψουν και να πετάξουν την τέφρα μου στη θάλασσα; Καλά, γιατί δεν ρωτούσαν εμένα; Εγώ θα προτιμούσα να με κάψουν και να με σκορπίσουν στη θάλασσα. Έτσι θα παρέμενα για πάντα στην αγκαλιά της αιώνιας αγαπημένης μου… Το σίγουρο είναι ότι με τίποτε δεν ήθελα να με θάψουν και να γίνω τροφή για τα πειναλέα σκουλήκια.
Κι ενώ έκανα αυτές τις σκέψεις, μια δυνατή λάμψη με στράβωσε παρότι τα μάτια μου παρέμεναν κλειστά. Πρέπει να ήμουν πολύ κοντά στο τέρμα, στην άκρη της σήραγγας. Μια ανεξήγητη χαρά με πλημμύρισε. Θα ήθελα εάν μπορούσα ακόμη και να χορέψω. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Ήθελα να πω στους ζωντανούς «παρατάτε με, τώρα είμαι εσωτερικά ελεύθερη κι εξωτερικά ανεξάρτητη».
Ένα δυνατό φτάρνισμα με επανέφερε. Άνοιξα βαριεστημένα τα μάτια και κοίταξα τριγύρω. Τα ξανάκλεισα διαμιάς. Πίστεψα πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα έμενα πεθαμένη. Όμως, όχι. «Αναστήθηκα».
Δεν πρόλαβα να χαρώ την απελευθέρωσή μου. Εκείνος που χάρηκε για την ανάστασή μου, περισσότερο απ’ όλους, ήταν ο αδελφός μου.
(Στέλλα Ρωτού)


Κυριακή 18 Μαρτίου 2018


Στέλιος Παπαντωνίου
Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ
διηγήματα
[…]
Όταν πήγαινε στο δημοτικό, εμείς παίζαμε μπάλα στην περβόλα, αυτή εκεί στο μπαλκόνι, να μας βλέπει να την βλέπουμε, όταν πήγαμε στο γυμνάσιο, την κυνηγούσαμε με τα ποδήλατα, στην Έγκωμη, στο Στρόβολο, αρρένων θηλέων τα σχολεία, μόνο στα ανθεστήρια βρισκόμασταν και στο ανέβασμα καμιάς αρχαίας τραγωδίας, έλα όμως που κι εκεί ήταν χορός γερόντων, ανδροκρατούμενος. Στα ανθεστήρια στο ΓΣΠ λέγαμε να συνεργαστούμε, τρέχαμε να βρούμε αμάξι, έχει ένα ο κύριος Σωτήρης από το Καϊμακλί να μας δώσει, κι όλοι χαρούλες που έπρεπε να στολίσουμε το άρμα, και ποιος να παριστάνει τη Θέτη και ποιος τον Πηλέα  ̶  Θεός αναπαύσει την ψυχούλα του  ̶  για τον κένταυρο Χείρωνα δεν υπήρχε θέμα, τον είχαμε σίγουρο. Όλες Βαρβάρες τις λέγαμε, ώσπου βρήκαμε ο καθένας , τη δική του κι ευτυχήσαμε!
[…]
(απόσπασμα από το διήγημα Η ΒΑΡΒΑΡΑ Η ΚΟΥΚΛΑΡΑ)