Δευτέρα 27 Απριλίου 2015


«Το μόνο που υπάρχει εντέλει είναι το παρόν. Και μαζί του εκείνο που κάθε φορά μας βολεύει να νομίζουμε ότι ήταν το παρελθόν ή ότι θα είναι το μέλλον. Κι ενώ όλοι μας ξέρουμε ότι μεγαλύτερη πληρότητα νιώθεις όσο πιο πολύ ζεις στο παρόν, δραπετεύουμε από αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη στιγμή που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε, και καταφεύγουμε συνεχώς στην παρηγοριά ενός ανύπαρκτου παρελθόντος και ενός εξίσου ανύπαρκτου μέλλοντος.»
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Φίλοι – Κέδρος 2006

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΠΟΙΗΣΗ - Βασίλης Ρούβαλης Νηκτικός Νους 2001



Ο ΑΝΕΜΟΣ

Τον άνεμο πώς να τον νιώσεις

Ασυγκράτητο
Γοερό εραστή που τρέχει να χαθεί
Δεν στέκεται
Δεν σε περιμένει
Τον ακούς μανιασμένο αλλ' αθώο
Τον ικετεύεις
Άραγε σε ποιο στερνοβράχι να ξεψυχάει αδάμαστος;

Βασίλης Ρούβαλης

Νηκτικός Νους 2001

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015


ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ

Η Φωφώ είναι μια ξεδοντιασμένη γριά μιας άλλης εποχής. Διατηρεί τα καροτί  μαλλιά κι ας φαίνονται σαν αραιωμένη διαδήλωση. Αγαπά τα λουλούδια και τα κουβαλά ακόμη και στο ντύσιμό της. Οι γείτονες κουτσομπολεύουν την παλιομοδίτικη εμφάνισή της  και πίσω από την πλάτη της αναρωτιούνται εάν ξέχασε να πεθάνει. Δεν είναι και τόσο μεγάλη πια, αλλά οι κακουχίες της ζωής την κατάντησαν σαν χαλασμένη χύτρα ταχύτητας.
Η Φωφώ προέρχεται από μια φτωχή οικογένεια με πολλά παιδιά που έμπαιναν στο μεροκάματο πολύ νωρίς, πριν καν τελειώσουν το δημοτικό. Πάντα όμως αυτή ξεχώριζε. Είχε ένα άλλο αέρα. Παρίστανε την πρωτευουσιάνα και την μεγαλοαστή. Προσπαθούσε πάντα να μιμηθεί τις πλούσιες κυρίες στα σπίτια των οποίων πήγαινε για μικροθελήματα. «Αντέγραφε» το ντύσιμό τους και τους τρόπους τους. Και πώς θαύμαζε τη φινέτσα, τις κινήσεις, το χαμόγελο και τον τρόπο που μιλούσαν! Και ζήλευε! Ένα πράγμα όμως είχε πάντα καημό. Λάτρευε να βλέπει τις κυρίες των σαλονιών να φουμάρουν τα τσιγάρα ή την πίπα. Πίστευε πως αυτό ενδυνάμωνε την αριστοκρατικότητά τους. Τους προσέδιδε ένα ιδιαίτερο στυλ.
Ολ’ αυτά κι άλλα πολλά είχε κατά νου η Φωφώ να κάνει τα επόμενα χρόνια της ζωής της. Κι επιτέλους τα κατάφερε. Κι έμαθε να ντύνεται ωραία και προκλητικά και να ελκύει τα αντρικά βλέμματα επάνω της. Κι η φιλαρέσκειά της αυτή, αποδείχθηκε τελικά μεγάλο κουσούρι. Γιατί η Φωφώ, μάθαινε και μιμείτο μόνο ό,τι της άρεσε. Εκείνα που κατά τη γνώμη της ήταν περιττά τα άφηνε στην πάντα. Κι από μυαλό, κουκούτσι.
Μόλις στα δεκαοκτώ της, κάπνιζε αρειμανίως. Πριν καν πετάξει τη γόπα, άναβε το επόμενο τσιγάρο. Και το κρατούσε στα χέρια της επιδεικτικά και φινετσάτα. Ένιωθε πριγκίπισσα. Όλη η αξία της κρεμόταν από ένα τσιγάρο. Και φυσικά δεν άργησε να βρεθεί στον δρόμο της κι ο επιτήδειος που την «ερωτεύτηκε» παράφορα. Και την έβγαλε στο κλαρί  χωρίς να χάσει χρόνο. Της πουλούσε φούμαρα κι αυτή η χαζή τα έχαφτε. Της έφερνε να καπνίζει ακριβά τσιγάρα και της υποσχόταν γάμο και αιώνια αγάπη. Και μια κοπέλα στα δεκαεννιά της σαν τη Φωφώ, ένιωθε πως της χάριζαν τον κόσμο όλο. Ο καιρός περνούσε και η Φωφώ που δεν έβλεπε αυτόν τον γάμο να γίνεται, αγωνιούσε. Δεν ήθελε όμως να πολυσκοτίζει τον αγαπημένο της και να τον φορτίζει με τις χαζομάρες της. Ήταν σίγουρη πως το καθυστερούσε για να μαζέψουν περισσότερα χρήματα για ν’ αγοράσουν ένα σπιτάκι και να στεγάσουν τον έρωτά τους.
Παρότι η Φωφώ «δούλευε» ασταμάτητα, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει πλούσια. Γιατί τα λεφτά τα κρατούσε ο αγαπητικός της τάχα για το σπίτι και στη Φωφώ έδινε μόνο ένα μικρό χαρτζιλίκι. Το χαρτζιλίκι ίσα ίσα που έφτανε για τα λούσα και τα τσιγάρα της.
Τα χρόνια πέρασαν και η μπογιά της Φωφώς άρχισε να ξεθωριάζει. Το δέρμα της παρουσίασε τα πρώτα σημάδια γήρανσης, το πρόσωπό της έχασε τη λάμψη του και τα δόντια της άρχισαν να κιτρινίζουν. Ο γάμος βέβαια δεν έγινε ποτέ.  Η Φωφώ από χρόνια ρωτούσε αλλά οι προφάσεις ήταν πάντα έτοιμες στο στόμα του καλού της. Μια εκείνο, μια το άλλο η Φωφώ γέρασε. Και βέβαια ο καλός της αφού την έστυψε σαν λεμονόκουπα, την παράτησε.
Το κάπνισμα η Φωφώ δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Και στα καλά και στα κακά ήταν η μόνιμη συντροφιά και παρηγοριά της. Και το απολάμβανε. Και έπαιρνε απ’ αυτό την αίγλη που τόσο είχε απωθημένο.
Φτάνοντας όμως σε μια Χ ηλικία, το τσιγάρο πλέον δεν ήταν της μόδας. Κι εκείνοι που κάπνιζαν θεωρούνταν άνθρωποι αδύνατοι και δέσμιοι της κακιάς συνήθειας. Έτσι, αποφάσισε να το σταματήσει. Όπως είχε ακούσει στο κομμωτήριο της γειτονιάς που πήγε για την καθιερωμένη καροτί βαφή των μαλλιών, ένας τρόπος που θα τη βοηθούσε, ήταν να καταγράψει τα κακά που της προκαλούσε. Δέκα λόγους για τους οποίους έπρεπε να σταματήσει να καπνίζει. Και τους κατέγραψε με τα ανορθόγραφα σαν ορνιθοσκαλίσματα, γράμματά της. Πρώτος και κύριος λόγος ήταν η γήρανση του δέρματος. Νόμιζε πως υπήρχε περίπτωση το δέρμα της να ανακτήσει τη σφριγηλότατα που είχε στα δεκαεννιά της. Η δύστυχη ήταν έκτοτε, και παρέμενε χαζή. Α! και το οικονομικό ήταν ένας σπουδαίος λόγος. Γιατί τα τσιγάρα αυτές τις μέρες ακρίβυναν πολύ. Τέλος πάντων, έγραψε τους δέκα λόγους και ανάρτησε τη λίστα μεγαλοπρεπώς πάνω στο ψυγείο. Για το κακό που έκανε γενικά στην υγεία της, ούτε λόγος.
Έπειτα, κάθε φορά που άναβε τσιγάρο, κατέγραφε την ώρα και τον λόγο. Λόγου χάρη, εννέα η ώρα το πρωί με τον πρώτο καφέ της ημέρας. Στις δέκα  γιατί δεν της έβγαινε το φλιτζάνι, στις έντεκα επειδή ήρθε μια φίλη για καφέ, στις μία για να χωνέψει μετά το φαγητό. Στις τρεις, μετά τον μεσημεριανό ύπνο και ούτω καθ’ εξής. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε για αρκετές ημέρες. Η Φωφώ βέβαια δεν είχε μειώσει το κάπνισμα ούτε στο ελάχιστο. Πίστευε πως η καταγραφή από μόνη της θα έκανε θαύματα. Και ρωτούσε κάθε φορά που περνούσε από το κομμωτήριο, την κομμώτρια, κι αυτή της εξηγούσε από την αρχή πως χωρίς τη δική της ενσυνείδητη θέληση και προσπάθεια, τίποτε δεν θα καταφέρει. Και νόμιζε η δύστυχη η Φωφώ πως πραγματικά  προσπαθούσε.
Οπόταν μπαίνει μια μέρα στο κομμωτήριο, μες την τρελή χαρά κι ανακοινώνει μεγαλοφώνως «τα κατάφερα, επιτέλους άλλαξα μάρκα τσιγάρων».

Κόκκαλο η κομμώτρια…

Στέλλα Ρωτού 05/02/2015

                                                               

ΤΟ ΦΙΛΙ


Βιέννη, βαλς, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Στράους, το Σπίτι της Μουσικής, Φρόιντ, Πριγκίπισσα Σίσσυ, Καθεδρικός Ναός του Αγίου Στεφάνου, Ακαδημία Καλών Τεχνών, Ανάκτορο Μπελβεντέρε, βιεννέζικος καφές, τούρτα Sacher. Βιέννη και πάλι Βιέννη. Μετά από πολύχρονες αναβολές επιτέλους πατώ στο βιεννέζικο χώμα. Η αύρα αυτής της πόλης με τυλίγει διαμιάς.
Έφτασα σ’ αυτήν την πανέμορφη πόλη, πλούσια σε αρχιτεκτονική και πολιτισμό, πολύ μελετημένη. Διάβαζα πολύ καιρό για τα αξιοθέατα, πήρα οδηγούς, έψαξα στο Διαδίκτυο γιατί δεν ήθελα να μου ξεφύγει τίποτα. Ήθελα να αφιερώσω και το τελευταίο λεπτό της διαμονής μου στην καλλιέργεια του πνεύματος και της ψυχής μου, γιατί ήμουν σίγουρη πως η Βιέννη   μπορούσε να μου προσφέρει αυτή την ευκαιρία.

Στέκομαι υπομονετικά στη γραμμή. Το εισιτήριο το έχω προαγοράσει για να είμαι απόλυτα σίγουρη πως όλα θα πάνε κατ’ ευχήν... Γύρω μου, άνθρωποι απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, που ανυπομονούν όπως και εγώ να εισέλθουν στον χώρο. Ένα συνονθύλευμα από διαφορετικές γλώσσες που ακούγεται σαν τιτίβισμα των πουλιών. Επιτέλους, η ξενάγηση αρχίζει!  Παρακολουθώ το κάθε τι πολύ προσεκτικά. Τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα απορροφούν κάθε λέξη και τα μάτια μου θαυμάζουν αχόρταγα την ομορφιά. Δεν θέλω να μου ξεφύγει τίποτα.

Ξαφνικά και μέσα σ’ όλο αυτό το βουητό, μια γλυκιά αίσθηση υπνηλίας με τυλίγει. Θολώνει για λίγο το μυαλό μου. Το βλέμμα μου παραμένει καρφωμένο σε ένα σημείο. Το ταξίδι αρχίζει να με παρασέρνει σ’ ένα αργόσυρτο βαλς.
Βρίσκομαι μέσα σε ένα πυκνό δάσος με πανύψηλα δέντρα, θάμνους και ζώα. Λίγο φοβισμένη μα περισσότερο παραξενεμένη. Ο ήλιος κρυφοκοιτάζει μέσ’ από τις χαραμάδες που σχηματίζουν τα κλαδιά των δέντρων. Νιώθω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου νοτισμένο.  Ψαχουλεύοντας προσπαθώ να πιαστώ από κάπου. Μάλλον όχι, από κάποιον προσπαθώ να κρυφτώ: κάποια μακρινή, παρατεταμένη, διαπεραστική κραυγή με τρομάζει. Γυρεύω απεγνωσμένα κάποιο μονοπάτι που θα με οδηγήσει προς την έξοδο αυτού του «ψεύτικου» κόσμου. Στο έδαφος αναγνωρίζω αποτυπώματα ποδιών μεγάλου ζώου. Στην προσπάθειά μου να απομακρυνθώ, χτυπάω το κεφάλι μου σ’ έναν κορμό. Στραβώνει το κόκκινο σκουφάκι μου. Το σιάχνω βιαστικά. Δεν θέλω να χάνω χρόνο. Θέλω να τρέξω. Προς τα πού όμως; Το ουρλιαχτό συνεχίζεται. Σίγουρα είναι ο κακός ο λύκος που με κυνηγά. Κι αν με πιάσει θα με κάνει μια μπουκιά.
Ωστόσο, αντί ν’ απομακρύνομαι, βαδίζω ολοταχώς προς τα εκεί... Πλησιάζω, κι όσο πλησιάζω η κραυγή μετατρέπεται σε ανθρώπινη λαλιά. Ακούγεται ικετευτική. Αυτό με αλαφιάζει. Δεν ξέρω πώς ν’ αντιδράσω. Πρέπει να προχωρήσω; Ή μήπως θα ήταν φρονιμότερο να γυρίσω πίσω; Πού πίσω όμως; Πλησιάζω...
Ακουμπισμένος σ’ ένα δέντρο, σε στάση αναμονής, ένας ρωμαλέος νέος, με γυμνασμένα μπράτσα, με κατάμαυρα πυκνά μαλλιά, με χείλη καλοσχηματισμένα και κόκκινα σαν φωτιά και βλέμμα που χαμηλώνει παιχνιδιάρικα για να συναντήσει το δικό μου. Παραμένει ακίνητος αλλά το  βλέμμα του συνεχίζει να «ταξιδεύει» από τα μάτια στα χείλια μου. Δεν ανταλλάσσουμε ούτε μισή κουβέντα. Απλά κοιταζόμαστε επίμονα. Δειλά δειλά μου απλώνει το χέρι. Αγγίζει τα ακροδάχτυλα μου με ευλάβεια. Τρέμω... Έπειτα, και με πολύ τακτ, με το ένα χέρι μού αγκαλιάζει απαλά τη μέση. Δεν αντιδρώ, παρά το ότι ο άντρας αυτός μου είναι εντελώς άγνωστος. Ξεθαρρεύει και μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Μου φιλά τα μάτια με μια θέρμη σαν να προσκυνά την Παναγία. Πρέπει ν’ αντιδράσω... Παραμένω όμως υποταγμένη. Μέσα μου σιγοβράζω. Τα χέρια του με χαϊδεύουν τρυφερά και το απαλό άγγιγμα της γλώσσας του στο αυτί μου μου προκαλούν ένα γλυκό ρίγος.
Το αγκάλιασμα του σιγά σιγά γίνεται πιο ζεστό ενώ το χέρι του μετακινείται αργά πάνω στο σώμα μου˙ ένας ανεξήγητος πόθος που αποζητά την ολοκλήρωση. Η λογική μου τον σπρώχνει ελαφρά προς τα πίσω. Το σώμα μου όμως τον τραβά σαν μαγνήτης, ολοένα και περισσότερο. Ζω ένα ερωτικό παραλήρημα. Πώς είναι δυνατόν, εγώ, ένας άνθρωπος με αρχές και ηθικές αξίες ν’ αφήνομαι σ’ αυτό το παιχνίδι; Προς στιγμήν συνέρχομαι. Ανοιγοκλείνω τα μάτια. Στο αντίκρισμα του, πεθαίνω... Χίλιες εικόνες και σκέψεις περνούν πολύ βιαστικά από το μυαλό μου. Ένα μυαλό που απ’ ό,τι φαίνεται, σταματά να λειτουργεί μπροστά στη γοητεία αυτού του άντρα. Δεν είναι δυνατόν όλο αυτό να συμβαίνει σε μένα...
Το ταξίδι συνεχίζεται. Τη μαγεία της στιγμής δεν μπορεί τίποτα να τη διαβάλει. Αφήνομαι...
Η προσποιητή απάθειά μου μετατρέπεται σε φλογισμένο πάθος. Σπίθες πετούν πάνω από τα κεφάλια μας. Η στάση μου τον ενθαρρύνει. Το μέχρι τώρα απαλό αγκάλιασμά του δυναμώνει, γίνεται βίαιο. «Με πονάς», τολμώ να ξεστομίσω. Με κλείνει τόσο δυνατά στην αγκαλιά του που εμποδίζει κάθε μου κίνηση. Σχεδόν δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω. Αναζητά επίμονα τα χείλη μου. Όμως, ναζιάρικα, διαρκώς του ξεφεύγω. Αυτό που ζω, ξέρω πως είναι παράλογο. Θέλω όμως ν’ απολαύσω την κάθε στιγμή. Τα χείλη του ψιθυρίζουν όμορφα λόγια και οι κινήσεις των χεριών του κινούνται πάνω στο σώμα μου με τέτοια δεξιοτεχνία που με τρελαίνουν. Τον κρατώ όμως σε αναμονή: δεν θέλω αυτή η τόσο μαγική στιγμή να τελειώσει τόσο σύντομα. Μου μιλά για τέχνη και κουλτούρα, τόσο μελωδικά που νομίζω πως από το βάθος ακούω ζωντανή μουσική. Μου περιγράφει ερωτικές σκηνές από πίνακες διάσημων ζωγράφων. Επιτέλους, τι προσπαθεί αυτός ο άνθρωπος να κάνει; Τι γυρεύει από μένα τελικά; Γιατί σίγουρα δεν είναι μόνο η σαρκική ένωση που αποζητά. Ποιος τον έστειλε στον δρόμο μου; Η περιήγηση συνεχίζεται, όπως και το βαλς αυτό… Τα χέρια του ταξιδεύουν πάνω στο σώμα μου και τα χείλη του συνεχίζουν να με ξεναγούν στις σπουδαιότερες πινακοθήκες του κόσμου. Ο πόθος μέσα μου φουντώνει. Τον τραβώ πάνω μου παρακαλώντας αυτό το όνειρο να μην τελειώσει ποτέ. Και τότε σκύβει απαλά και μου σκάζει ένα φιλί στο στόμα...
Ένα ελαφρό σκούντημα στον ώμο από τον φρουρό της πινακοθήκης μ’ επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ανοίγω νωχελικά τα μάτια και εκστασιασμένη αντικρίζω απέναντι μου τον πίνακα του Γκουστάβ Κλιμτ, «Το φιλί». Συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι στην πινακοθήκη Μπελβεντέρε της Βιέννης. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω πώς αυτός ο πίνακας, το πιο διάσημο έργο του Κλιμτ και της Αρ Νουβό, με παρέσυρε στα μονοπάτια του ονείρου και με ταξίδεψε μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα σ’ αυτόν τον υπέροχο κόσμο του έρωτα!

Στέλλα Ρωτού (2014)





Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου
ΩΣ ΑΛΗΘΩΣ
Η ζωή της Χαρίτας Μάντολες
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Το οδοιπορικό καταγράφει από κει που κοιτάζεις Όρκα μια θάλασσα. Κάποτε ήταν ολάκερη δική της, σαν το πρώτο φως των λεμονανθών του Καραβά, τα φύλλα της ελιάς στο καπνιστήρι, η αλήθεια της μετάληψη, η αξιοπρέπεια αντίδωρο, να κρέμονται εικόνισμα στο στήθος χρόνους τριάντα τέσσερις, οι
λέξεις μυλόπετρες, εισβολή, θάνατος, αγνοούμενοι, προσφυγιά, συνοικισμός.
Μακραίνει η νύχτα, μα οι αντοχές της καταγράφουν τη σφαγή
με την ίδια κραυγή, «πού είναι ο άντρας μου, Ραούφ Ντενκτάς;». Επιστρέφει στα ελιοχώραφα του χωριού της σκάβοντας με τα χέρια την ίδια ελιά για λείψανα του Αντρίκου, του πατέρα της, των άλλων. Εναποθέτοντας, ως επίλογο, στεφάνι δάφνης στον Τύμβο της Λευκωσίας, την έφερε βόλτα τη ζωή η Χαρίτα, η Χαρίτα Μάντολες της Κύπρου, Ιούλης 1974.

ΠΟΙΗΣΗ - Νεόφυτος Παπαλαζάρου Του έρωτα και της ζωής 2005

ΤΑΞΙΔΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ

Με ταξιδεύεις στον χρόνο
και με γεμίζεις νοσταλγία.
Στα μάτια σου λάμπει
γιομάτο ακόμα το φεγγάρι.
Ο χρόνος δεν κατάφερε
να ρίξει τις πινελιές του
στο πρόσωπό σου.
Έμεινες στο γαλάζιο
τ’ ουρανού το στερέωμα,
του ατόφιου έρωτα την παιδικότητα.
Ο χρόνος μας χάιδευε τα μαλλιά
και μεις ανέμελοι κάναμε σκασιαρχείοτρέχοντας
με το άσπρο πουκάμισο
και το γκρίζο παντελόνι
στις πλατείες και στα πάρκα.
Ο χρόνος ωρίμασε τη γοητεία σου,
δεν αλλοίωσε όμως
το παιδικό σου χαμόγελο.
Άφησε μόνο μια γκρίζα γραμμή
να κάθεται στο πρόσωπό σου.
Μα είναι τόσο μικρή
που μόνο εγώ τη διακρίνω.
Τα χρόνια κυλούν.
Κι’ εγώ επιμένω
να αγγίζω όπως τότε
το ασημένιο φεγγάρι στα μαλλιά σου,
ξαναζώντας
το πρώτο μου ταξίδι.
Νεόφυτος Παπαλαζάρου
Του έρωτα και της ζωής 2005


ΠΟΙΗΣΗ - ΟΙ ΕΝΟΧΕΣ Χριστόδουλος Καλλίνος Ρέκβιεμ στη νεότητα (@κτίς 2015)

ΟΙ ΕΝΟΧΕΣ

Οι ενοχές τα βράδια μου κτυπούσαν την πόρτα

μου επέστρεφαν
ό,τι ήθελα να διώξω μακριά.
Ξυπνούσα βράδυ,
στ’ άγρια μεσάνυκτα
πάλευα τον εφιάλτη, εξόρκιζα τις ενοχές.
Τις κυνηγούσα με μανία, κ’ έλεγα «τ’ άλλο βράδυ
θα οπλιστώ γερά
μ’ εφόδια και πανοπλία, κάποτε θα ‘ρθει
η χαριστική βολή
και θριαμβευτής θα επιστρέψω να κοιμηθώ
με πόρτες και παράθυρα ανοικτά».
Τελευταία μου κτυπούν και τους ανοίγω
με το πρώτο κτύπημα,
αφήνω τα παράθυρα ανοικτά
και μπαίνουν.
Τώρα, δεν έρχονται κι ανησυχώ.
Τυχαία, ένα βράδυ, είδα να περνά μια από μακριά.
Έτρεξα… «σας περιμένω. Πότε θα ’ρθείτε;»
Έχουμε αποδεκατιστεί… μου απάντησε,
έχουμε μείνει ελάχιστες
δεν κυνηγούμε τώρα πια τον κάθε τυχόντα.
Ψάχνουμε αυτούς που αξίζει
ψάχνουμε αυτούς που είναι άξιοι
να έχουν ενοχές.
Χριστόδουλος Καλλίνος
Ρέκβιεμ στη νεότητα (@κτίς 2015)