Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017


Η ΑΝΑΔΥΣΗ.
Η ώρα-αποκάλυψη.
Το νήμα της επιστροφής.

Πατρίδα ετούτη η θάλασσα.
Εμβόλιμος ο ήχος, προγονικός.
Πώς θα καλυφθεί ο πάταγος; …η σιγή πόσο μακάρια;
…η ταυτότητα και το μέλλον;

Μονάχα η ποίηση
δικαιούται το πέρασμα για τις λίγες αλήθειες  ̶

Να μην συντριβεί το έρμα, να μην ξηρανθεί το πνεύμα.


Στην πρώτη βραδινή καμπάνα η γέννηση,
το προοίμιο της αναστροφής.
Οι ύμνοι καθαρτήριοι, εκ των έσω ξεπηδούν,
παίρνουν τη μορφή σύντομων προσώπων.

Το αιώνιο εκρήγνυται,
ο κόσμος αμαρτάνει για τη διάνοια,
μαζί και η γραφή· απόλαυση της αγιότητας,
κίνητρο σόφισμα παραλογή

Οι εποχές πλησιάζουν δίχως τροχό,
αναμετριούνται.
Τα σύμβολα ακούγονται: για τα πρωτεία,
τις καταδίκες, τους στασιαστές.
Το σώμα καταδιώκουν πάλι, στήνουν γέφυρες
στα πράγματα.

Η διαφάνεια δεν είναι γαλήνη.
Στα χέρια οι καθρέφτες και η λογική.
Τα βάθη δεν αποσπούν το βλέμμα,
κατακλύζουν τη συνείδηση.
.     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .
.     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .
.     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .
.     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .
Ψελλίζω τον κόπο, τον αμφίβολο τρόπο, το έθος.
Ατελής κι αιώνιος, φερέφωνος γίνομαι.

Απερίγραπτο το θαύμα στα τοιχώματα:
μια Ρώμη, δίπλα ο κύκνος, το ποτέ νυφικό, τα σταφύλια.

Κατανοώ τις αντωνυμίες μέσα στη νύχτα.
(Τιτιβίσματα από κίχλες και φωταψίες).
Την ενοχή περιφέρω, τη στοργή αναπολώ.
Καθηλώνομαι. Είμαι ο  Άνθρωπος.

Το διεσταλμένο σκοτεινό σημάδι αναπηδάει.
 Οι φωτεινές συστοιχίες είναι το άνυσμα.
Εδώ στο τέρμα, η ορμή, η παραίνεση, η αγγελία.
Μονολογώ.


«Άλφα του υπάρχοντος και ωμέγα της βεβαιότητας».


Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017



...Ένας αέναος κύκλος πλέκει το κουκούλι με ανυπέρβλητη επιδεξιότητα. Ο νεαρός μεταξοσκώληκας τρέφεται αποκλειστικά από αίμα· της ψυχής το αίμα. Τεράστια μεταλλικά χέρια απλώνονται μπροστά του. Σαν δαγκάνες του αστακού προσπαθούν να τον εγκλωβίσουν. Τα σπρώχνει προς τα πίσω. Όσο αυτός αντιστέκεται τόσο αυτά δυναμώνουν. Ξεπερνούν τα όρια της αντοχής του. Το όνειρο της χθεσινής νύχτας μπλέκεται μ’ εκείνο της αυριανής κι έπειτα επαναλαμβάνεται απόψε. Κυνηγημένος μέσα σ’ ένα φιδωτό μονοπάτι που όσο το περπατάει μακραίνει. Περπατάει, περπατάει κι όλο περπατάει. Αποκαμωμένος κάθεται σ’ ένα τσουβάλι να ξαποστάσει. Διαμιάς αμέτρητα φίδια ξεπετάγονται και τον ζώνουν. Από το στόμα τους ξεπηδάει φωτιά. Κατακόκκινες  φλόγες αγκαλιάζουν ασφυχτικά το κορμί του. Ψάχνει τα χέρια για να προφυλάξει το σώμα. Δεν υπάρχουν πουθενά πάνω στο σώμα του. Τ’ αντικρίζει απέναντι, ενσωματωμένα με τις δαγκάνες. Κοιτάζει όσο πιο πέρα μπορεί· τέρμα δεν υπάρχει...
Σ.Ρ.
(απόσπασμα από το διήγημα "Ουράνιο Τόξο")

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017



Διαβάζοντας Ελένη Λαδιά
Η Φερέοικη
  • ·       Όταν τελειώνω ένα βιβλίο με κυριεύει μια ταραχή. Δεν άγχομαι για την πορεία του             βιβλίου αλλά για το κενό που δημιουργείται στην ψυχή μου.
  • ·      Δημιουργός χωρίς δημιούργημα δεν λέγεται δημιουργός, ούτε το δημιούργημα χωρίς τον δημιουργό λέγεται δημιούργημα.
  • ·        Κι όσο ιδιότυπος και να είναι ο κάθε πόνος, όσο ατομικός, μην ξεχνάς πως κρηπιδώνεται σε πανανθρώπινα αισθήματα, σε προγονικές μνήμες, στα κύτταρα της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό και βρίσκεται πάντοτε μια θεραπεία.
  • ·       Φαίνεται πως ο έρωτας δεν μεταμορφώνει τους ανθρώπους, απλώς τους μετασχηματίζει, όσο διαρκεί, για να μπορούν να συμπορεύονται.
  • ·        Στον ίδιο άνθρωπο συνυπάρχουν το παράλληλο σύμπαν και οι διαδοχικοί κόσμοι.
  • ·        Κυνηγώντας το απόλυτο, επιλέγεις τη μοναξιά σου.
  • ·        Η υπομονή είναι το πεπρωμένο μας.
  • ·        Ο άνθρωπος κουβαλά το πεπρωμένο του όπως τα φερέοικα ζώα το όστρακό τους.


Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά αποσυμπλέκονται τα πλέον δύσβατα και τα πλέον καίρια νήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: το νόημα του θανάτου, το νόημα της ανάστασης, ο κατευνασμός του πένθους. (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017


...Στέκεται κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Κοιτάζει μια προς τον νότο και μια προς τον βορρά. Μια ουράνια αρμονία κατευνάζει τα πάθη. Μειώνει την ένταση. Δύο περιστέρια κάνουν αστραπιαίους κύκλους πάνω από το κεφάλι του και περνούν βιαστικά απέναντι. Κανείς δεν τους ζητά διαβατήριο. Ο απαίσιος θόρυβος της σφραγίδας δεν ακούγεται πια. Πέθανε. Επιθυμεί διακαώς να στείλει ένα μήνυμα απέναντι. Με μια σπασμωδική κίνηση προσπαθεί να γραπώσει το ένα περιστέρι από το πόδι. Τελευταία στιγμή του ξεφεύγει. Κανείς δεν μπορεί να το εγκλωβίσει. Είν’ ελεύθερο. Αυτό το παιγνίδι συνεχίζεται κι απ’ ό,τι φαίνεται θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Ο ίδιος είν’ υποχρεωμένος να το παίζει απ’ όταν ήταν παιδί. Ωστόσο, κι ο παππούς του το ίδιο παιγνίδι έπαιζε απ’ όταν ήταν νέος. Παίζοντας αυτό το μακάβριο παιγνίδι τόσα χρόνια, έχουν πια ασπρίσει τα μαλλιά του. Κι όχι μόνον έχουν ασπρίσει όπως το χιόνι, αραίωσαν κιόλας τόσο πολύ που φαίνεται η γυαλάδα του δέρματός του. Ξάφνου, νιώθει αποκαμωμένος. Παλεύει για την ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος. Προσπαθεί να ενώσει τις ρωγμές. Ρόζιασαν οι χούφτες του. Η καρδιά του στάζει αίμα. Ένα βαθύ κατακόκκινο ρυάκι. Το βλέπει να κατευθύνεται ορμητικά προς το  μέρος του κατεβαίνοντας την κορφή του βουνού...
Σ.Ρ.
(απόσπασμα από το διήγημα "Η πράσινη γραμμή")

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - Ο ποιητής των θαλασσών
(11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975)

Η μαϊμού του Ινδικού λιμανιού


Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού
δίνοντας μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα
σ’ έναν αράπη, μια μικρήν αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηρία γεμάτα.

Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό
και το ’βγαζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήσει
έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου ’πε ο πουλητής,
ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.

Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη,
μα σαν επέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ώμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός
κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε,
στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή
και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.

Στα πόρτα της αγόραζα μπανάνες και γλυκά
κι έξω με μι’ άλυσο μικρή την έβγαζα δεμένη
κι αφού σ’ όλα καθόμαστε κι επίναμε τα μπαρ,
στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι.

Δε θύμωνε και μου ’δειχνε πολύ πως μ’ αγαπά,
ούτε κακά την άκουσα ποτέ να μου γρυλίσει.
Φαινόταν πως συνήθισε τις κακουχίες κι εμέ,
κι εγώ σαν έναν άνθρωπο την είχα συνηθίσει.

Κάποια φορά που επήγαινα μαζί της σκεφτικός
εξέφυγ’ απ’ τα χέρια μου χαρούμενη και πάει.
Είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: να σιωπάει.
Μα κάτι είχε απ' την ύπουλη καρδιά της γυναικός.





Στέλλα Ρωτού

Η μαϊμού του Ινδικού λιμανιού

«Μια φορά κι έναν καιρό
Ένας ναύτης μοναχός
Διάλεξε για συντροφιά
Μια μαϊμού με τσαχπινιά.»

Αφόρητη μοναξιά πλημμύριζε την ψυχή μου ενώ το καράβι μας πλησίαζε να μπαρκάρει  σ’ ένα μακρινό λιμάνι  του Ινδικού ωκεανού. Αποζητούσα έντονα τη θηλυκή συντροφιά. Κατεβαίνοντας από το καράβι, τράβηξα βιαστικά  για τα μαγαζιά του αγοραίου έρωτα για να εκτονωθώ. Στον δρόμο συνάντησα έναν αράπη με μια μαϊμού.  Δεν έχασα την ευκαιρία και αντάλλαξα τη μεταξωτή γραβάτα μου για τα γκρίζα μάτια της.
Η πονηριά φαινόταν στο σκοτεινό βλέμμα της αλλά  και στον τρόπο που δάγκωνε το χοντρό τσιμπούκι στο στόμα της.  Κάπνιζε αρειμανίως και το έβγαζε μόνον όταν ήθελε να φυσήξει.  Ο πωλητής μου εξήγησε πως ο καπνός ήταν όπιο και η μαϊμού τον συνήθισε από μικρή.
Οι πρώτες ημέρες της κοινής ζωής μας δεν ήταν καθόλου εύκολες. Εγώ είχα την έγνοια της και προσπαθούσα να την κάνω να νιώθει όσο πιο άνετα γινόταν.  Αυτή, αποτραβιόταν πεισματικά σε μια γωνιά της πλώρης δείχνοντάς μου πλήρη αδιαφορία.  Δεν μιλούσε και παρέμενε περίλυπη.  Το κούνημα του καραβιού της προκαλούσε εμετό.  Από τη μια τη λυπόμουνα, από την άλλη δεν ήθελα να την αποχωριστώ.  Σιγά σιγά και με τη δική μου επιμονή άρχισε να συνηθίζει κι εμένα και το καράβι. Εν συνεχεία από μόνη της αποζητούσε απάγκιο στον ώμο μου.
Μέρα με την ημέρα δενόμασταν όλο και πιο πολύ.  Τα βράδια που ήμουνα υπηρεσία στη γέφυρα, στεκόταν πάντα δίπλα μου σαν ακοίμητος φρουρός.  Παρότι κρύωνε, μου κρατούσε συντροφιά προσπαθώντας να παραμείνω ξύπνιος και με πάσα σοβαρότητα κοιτούσαμε μαζί τη ναυτική πυξίδα.
Πάντα μαζί ξεμπαρκάραμε στα διάφορα λιμάνια. Την έβγαζα δεμένη με μια μικρή αλυσίδα για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα τη χάσω.  Και της αγόραζα μπανάνες και γλυκά για τα οποία τρελαινόταν.  Κάναμε τη βόλτα μας κι έπειτα καταλήγαμε να πίνουμε στα μπαρ και να γυρνάμε στο καράβι μεθυσμένοι. Την είχα συνηθίσει τόσο πολύ που δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου μακριά της.
Ήταν παιχνιδιάρα και συμμεριζόταν τις αγωνίες μου. Μου έδειχνε την αγάπη της με κάθε τρόπο. Αν ήταν άνθρωπος, σίγουρα κάποτε θα ξεσπούσε με τις ιδιοτροπίες μου.  Όμως η μαϊμού ανεχόταν ακόμη και το κούνημα του καραβιού για το χατίρι μου. Το γρύλισμά της δεν ήταν καθόλου απειλητικό ενώ το βλέμμα της ήταν στοργικό και χαδιάρικο.
Ωστόσο, μου συμπεριφέρθηκε μπαμπέσικα, όπως όλες οι γυναίκες άλλωστε.  Τηρούσε υπάκουη στάση και σιωπούσε για να κερδίζει την εμπιστοσύνη μου.  Κι όταν μια μέρα ξεμπαρκάροντας από το καράβι, την άφησα να περπατάει δίπλα μου λυτή, άδραξε την ευκαιρία κι έφυγε…
(αντιστροφή του ποιήματος του Νίκου Καββαδία σε πεζό λόγο)