Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016


Το φάντασμα του Μάρλεϊ

Ο ΜΟΡΦΕΑΣ

Ο Μορφέας  ̶ ο θεός των ονείρων ̶  ήδη τον είχε τυλίξει στις δυνατές φτερούγες του χωρίς ο Σκρουτζ να μπορέσει  ν’ αντιδράσει. Πριν κοιμηθεί, θα ήθελε να σκεφτεί, να βάλει σε τάξη όλ’ αυτά που διαδραματίστηκαν απόψε. Τι να σήμαιναν άραγε; Τον Μάρλεϊ τον είχε ξεχάσει προ πολλού. Γιατί ξεφύτρωσε μπροστά του και ειδικά μια τέτοια βραδιά; Μήπως ο Μάρλεϊ ήθελε να τον προειδοποιήσει για κάτι; Μήπως έφτασε η ώρα του; Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει. Ο φόβος του ήταν τέτοιος που ένιωθε την ανάσα του να γίνεται διακεκομμένη. Η καρδιά του κτυπούσε δυνατά, τικ-τακ, τικ-τακ…
Βέβαια, αυτά ήταν μόνο η αρχή. Αν ήξερε τι τον περίμενε… Ίσως προτιμούσε στ’ αλήθεια αυτή η βραδιά να ήταν η τελευταία της ζωής του. Ωστόσο, δεν γνώριζε κι ούτε υπολόγιζε…
Ο Σκρουτζ, ο δυνατός, ο σπουδαίος που εξουσίαζε τον κόσμο όλο! Αυτός που νόμιζε ότι με τα χρήματά του μπορούσε ν’ αλλάξει τη ροή των ποταμών, τα θαλασσινά ρεύματα ή, ακόμη, πως είχε τη δύναμη να σταματήσει τη Γη να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Μοναδικό μέλημά του ήταν να μαζεύει χρήματα. Να τα κάνει έπειτα μετοχές και να περιμένει ν’ αβγατίσουν. Δεν είχε την ανάγκη κανενός… Δεν γνοιαζόταν για κανέναν και για τίποτε. Ο εαυτός του και αυτός…

*
Ο Σκρουτζ βρίσκεται στη μέση του πουθενά, κάτω από έναν γκρίζο, μουντό ουρανό, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει πού ακριβώς. Απέναντί του διακρίνει έναν τεράστιο σωρό. Είναι λίγο μακριά και δεν ξεχωρίζει από τι είναι φτιαγμένος. Οδεύει ολοταχώς προς τα κει. Τη στιγμή που πλησιάζει κι είναι έτοιμος ν’ απλώσει το χέρι του να τον αγγίξει, ο σωρός μετακινείται. Κι όλο μετακινείται. Και ξεμακραίνει. Αλίμονο! Ο Σκρουτζ προλαβαίνει να διακρίνει τις χρυσές λίρες. Ναι, ένα ολόκληρο βουνό από ολόχρυσες λίρες. Θέλει να τις πιάσει, να τις κάνει δικές του. Θ’ αυξήσουν την περιουσία του χωρίς κανέναν κόπο.
Σκέφτεται ότι πρέπει επειγόντως να μαζέψει τις λίρες και να τις μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Κι αυτό πρέπει να γίνει χωρίς χάσιμο χρόνου. Πρέπει να δράσει άμεσα. Όσο καθυστερεί, υπάρχει η δυνατότητα να παρουσιαστεί και κάποιος άλλος. Και τότε αυτή η μοναδική ευκαιρία θα χαθεί άδοξα. Ευκαιρία ζωής…
Το πάθος του Σκρουτζ να μαζεύει χρήματα και να μην θέλει να τα ξοδέψει, κατάντησε αρρώστια αγιάτρευτη. Πολλές φορές τον οδηγεί σε παραλογισμούς.
Ενώ ο Σκρουτζ επιταχύνει το βήμα του προσπαθώντας να φτάσει τον σωρό, ένα φορτηγό εμφανίζεται. Σαν να υπάρχει κάπου τριγύρω η καλή μάγισσα που με το ραβδί της ρυθμίζει τα πάντα. Τώρα πλέον δεν περπατά αλλά τρέχει. Ωστόσο, απέλπιδα. Γιατί όσο αυτός τρέχει, άλλο τόσο το βουνό μετακινείται. Και κάθε φορά που νομίζει ότι επιτέλους τα κατάφερε, τότε το βουνό ξεμακραίνει περισσότερο. Αυτή η πάλη είναι άνιση. Δεν το παραδέχεται, έστω κι αν οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Σταματά για μερικά δευτερόλεπτα, ανασαίνει βαθιά και συνεχίζει. Δεν υπάρχει περίπτωση να χάσει αυτή την ευκαιρία. Οι χρυσές λίρες θα γίνουν δικές του με οποιοδήποτε κόστος.  Από το πολύ τρέξιμο, τα πόδια του άρχισαν να ματώνουν. Η καρδιά του κοντεύει να σταματήσει να χτυπά. Νιώθει ότι νικήθηκε αλλά δεν το παραδέχεται και δεν τα παρατά. Θα συνεχίσει μέχρι τέλους.
Για μία και μοναδική στιγμή, τολμά να του μιλήσει η φωνή της λογικής. Προσπαθεί να τον σταματήσει να τρέχει σ’ αυτή την παράτολμη κούρσα του θανάτου. Παραμένει όμως έρμαιο των χρημάτων και συνεχίζει… 
Ξυπνά μ’ ένα δυνατόν πόνο στο στήθος λουσμένος μες στον ιδρώτα.

Ο ΦΟΒΗΤΟΡΑΣ
Την επόμενη ημέρα, ο Σκρούτζ την πέρασε σκεπτόμενος το όνειρο. Κάποιες στιγμές, αποξεχνιόταν εντελώς και κάκιζε τον εαυτό του γιατί να φανεί τόσο άχρηστος και να μην καταφέρει να μαζέψει τις χρυσές λίρες. Κι έκανε πλάνα πώς θα τα κατάφερνε απόψε. Μ’ εκείνα και με τούτα, η ημέρα πέρασε κι έφτασε η ώρα να ξαπλώσει. Ήταν τόσο κουρασμένος και ταλαιπωρημένος από την κούρσα που έκανε το προηγούμενο βράδυ, ώστε δεν άργησε ν’ αποκοιμηθεί.
Αυτή τη φορά δεν εμφανίστηκε ο Μορφέας στα όνειρά του, αλλά ο αδελφός του ο Φοβήτορας. Τι του έμελλε του καημένου του γεροντάκου να πάθει απόψε!
Εκεί που ολόκληρη την ημέρα την πέρασε περιμένοντας την αποψινή βραδιά για να συνεχίσει τ’ όνειρό του και να επιτύχει κιόλας τον στόχο του, κάποια δύναμη, ανώτερη απ’ αυτόν, άλλαξε τα σχέδια.
*
Ο Σκρουτζ βρίσκεται μέσα σ’ ένα αχανές τοπίο που δεν είναι ακριβώς δάσος. Πανύψηλα δέντρα καλύπτουν τον ήλιο. Από καμιά χαραμάδα μόνο μπορείς να διακρίνεις αμυδρά λίγο ουρανό. Η βλάστηση είναι τόσο πυκνή που το τοπίο είναι αδιάβατο. Τον πιάνει μαύρη απελπισία. Όπου κι αν στρέψει το κεφάλι του, η εικόνα παραμένει η ίδια. Σκοτεινή και φρικαλέα.  Από κάπου ακούγονται παρατεταμένες και διαπεραστικές κραυγές. Σίγουρα δεν είναι ανθρώπινες κραυγές. Μάλλον με ουρλιαχτά ζώων μοιάζουν. Τι να ’ναι άραγε; Σκύλοι, λύκοι ή τίποτε χειρότερο; Άγρια θηρία θα ’ναι, πεινασμένα κι έτοιμα να τον κατασπαράξουν.
Μέσα σε μερικά λεπτά περνά από μπροστά του σχεδόν ολόκληρη η ζωή του. Κάνει έναν απολογισμό προσπαθώντας να δικαιολογήσει τ’ αδικαιολόγητα. Και σε ποιον να δικαιολογηθεί μέσα σ’ αυτή τη ζούγκλα που βρίσκεται; Μόνον στον ίδιο τον εαυτό του και στον Θεό. Σίγουρα απ’ αυτόν θα πρέπει να ζητήσει άφεση αμαρτιών…
Σκέφτεται τις φορές που ταπείνωσε τον Μπὸμπ Κράτσιτ, τον υπάλληλό του. Πόσο άδικος είναι μαζί του όλ’ αυτά τα χρόνια! Μικρόψυχος και σπαγκοραμμένος. Κι αυτός ο καημενούλης, υπόδειγμα, πάντα. Εργατικός, τυπικός και αφοσιωμένος. Ίσως, αν μαλάκωνε λίγο η καρδιά του και φερόταν πιο ανθρώπινα από δω και πέρα…
Κι ενώ κάνει αυτές τις σκέψεις, κάτι γύρω του μετακινείται. Τεντώνει τ’ αυτιά του. Θέλει να προστατευτεί αλλά από τι και πως. Πού να κρυφτεί; Ψυχή δεν υπάρχει τριγύρω για να ζητήσει βοήθεια. Κάτι σαλεύει ανάμεσα στα πόδια του. Προσπαθεί να φωνάξει αλλά από τον φόβο δεν βγαίνει φωνή. Τραυλίζει. Ένα φαρμακερό φίδι περνά από μπροστά του και συνεχίζει τον δρόμο του. Αχ! Ευτυχώς προς το παρόν τη γλίτωσε…
Και στον συνέταιρο του τον Μάρλει όμως δεν συμπεριφέρθηκε σωστά. Εκτός του ότι τον υποτιμούσε, τον μείωνε συνεχώς και δεν του συμπεριφερόταν ως ίσος προς ίσον, τον έκλεβε κιόλας. Αλήθεια, δεν έχανε ευκαιρία να τον κλέψει. Τώρα αυτό δεν διορθώνεται με τίποτε. Ό,τι έγινε, έγινε.
Αλλά και στον ανιψιό του τον Φρεντ δεν συμπεριφέρεται καλά. Οτιδήποτε κάνει ο Φρεντ, ο Σκρουτς το αναλύει καχύποπτα και θεωρεί ότι τον καλοκρατεί για να κληρονομήσει την περιουσία του. Ποτέ δεν του περνά από το μυαλό ότι ο Φρεντ, σαν μοναχοπαίδι της αδελφής του, που χάθηκε στη γέννα της, μπορεί να τον αγαπά αφού είναι ο μοναδικός συγγενής του. Όχι, τέτοιες ανοησίες δεν περνούν από το μυαλό του γερο-τσιγκούνη.
Ένας βρυχηθμός τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Έστρεψε το κεφάλι του, βάζοντας τα χέρια του από πάνω για να καλυφθεί, προς τα κει που ακούστηκε το μουγκρητό ̶ μια απελπισμένη κραυγή διέσχισε τον αέρα ξεσχίζοντας τα σωθικά του. Στο αντίκρισμα του λιονταριού κόπηκαν τα γόνατά του και βρέθηκε πεσμένος στο έδαφος. Το τεράστιο ζώο τον πλησίασε με την ησυχία του προβάλλοντας τους κυνόδοντές του. 
 Ο πόνος στο στήθος γίνεται οξύτερος από το προηγούμενο βράδυ. Ξυπνά όχι μόνον κάθιδρος αλλά και κατουρημένος από τον φόβο του.

Ο ΦΑΝΤΑΣΟΣ
Παρότι ο Σκρουτζ κόντεψε να πεθάνει τη χθεσινή νύχτα, οι χρυσές λίρες δεν έφευγαν από το μυαλό του. Αυτό το όνειρο σίγουρα κάποιαν εξήγηση θα έχει. Μια καλή εξήγηση άσχετα από το όνειρο-εφιάλτη που είδε χθες το βράδυ. Άρχισε πάλι να μετρά και να ξαναμετρά. Να γράφει και να σβήνει. Οι μετοχές του αυξάνονται κάνοντάς τον καθημερινά πλουσιότερο. Ένα αχνό χαμόγελο, όλο ικανοποίηση, εμφανίζεται στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του.
Παραμονή Χριστουγέννων. Για τον γερο-τσιγκούνη, μια μέρα σαν τις άλλες. Το μόνο κακό είναι το γεγονός ότι ο Μπομπ δεν θα έρθει αύριο στη  δουλειά. Ωστόσο, την επόμενη ημέρα θ’ αναπληρώσει τις ώρες του. Το γνωρίζει πως ο Σκρουτζ δεν του χαρίζεται ούτε για ένα δευτερόλεπτο.
Πάλι η φιλαργυρία του υπερνικά οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα και τον «επαναφέρει» στην κανονική κατάστασή του.
Κατάκοπος τόσο από τους υπολογισμούς που έκανε όλη την ημέρα αλλά και από τον εφιάλτη που τον ταλαιπώρησε το προηγούμενο βράδυ, προσπαθεί να κοιμηθεί.
Απόψε ούτε ο Μορφέας ούτε ο Φοβήτορας τον επισκέπτονται. Τον ύπνο του θα διαταράξει με τα άψυχα αντικείμενα ο Φάντασος… Τι βραδιά θα περάσει κι απόψε ο γεροντάκος!

*
Ο Σκρουτζ βρίσκεται μέσα σ’ ένα τρένο ασφυχτικά γεμάτο. Τόσον πολύ κόσμο δεν έχει ξαναδεί μέσα σε βαγόνι. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο όπως, οι σαρδέλες. Δεν υπάρχει χώρος ούτε το μαντήλι του να βγάλει από την τσέπη για να σκουπίσει τη μύτη του που τρέχει όπως η ανοιχτή βρύση. Ξαφνικά, κι ενώ βρίσκονται πολύ κοντά στον προορισμό, φλόγες τυλίγουν το τρένο. Κατακόκκινες, φωτεινές φλόγες ξεπηδούν από παντού. Μαύροι καπνοί γεμίζουν το βαγόνι. Εξαιτίας των αναθυμιάσεων, αισθάνεται ότι χάνει τις αισθήσεις του. Πηδά από το τρένο για να σωθεί.
Βρίσκεται μέσα σ’ ένα νοσοκομείο. Βλέπει στους διαδρόμους κρεβάτια να κινούνται μόνα τους και σκελετούς να κυκλοφορούν αμέριμνοι. Ένας επίδεσμος μεγαλώνει και τον κυνηγά ανελέητα. Στην προσπάθειά του να του ξεφύγει πέφτει με δύναμη πάνω σε μια τεράστια σύριγγα. Ο πόνος είναι πολύ έντονος αλλά εκείνο που τον τρομάζει είναι η τρύπα στο χέρι του. Είναι τόσο μεγάλη που νομίζει ότι το χέρι του κόπηκε στα δύο. Προχωρά γρήγορα και βρίσκεται επιτέλους στην έξοδο. Νιώθει ανακούφιση. Κατάφερε να ξεφύγει απ’ αυτή την κόλαση.
Ωστόσο, μπαίνει μέσα σ’ έναν χώρο όπου το θέαμα που αντικρίζει τού προκαλεί μεγαλύτερη φρίκη. Μάλλον βρίσκεται στο νεκροταφείο. Πεταμένα οστά δεξιά κι αριστερά. Τάφοι ανοιχτοί, κρανία να χάσκουν κάτω από το φως του φεγγαριού. Κυπαρίσσια γερμένα στο έδαφος. Σίγουρα, αυτές τις καταστροφές μόνον ιερόσυλοι θα μπορούσαν να τις κάνουν. Κάνει μερικά βήματα και βρίσκεται μπροστά από το μνήμα του Μάρλει. Ορθάνοιχτο και άδειο. Απέξω το κρανίο του Μάρλει τού κλείνει με νόημα το μάτι. Του θυμίζει ότι πλησιάζει κι η δική του σειρά.
Η ώρα είναι περασμένη και με το λιγοστό φως του φεγγαριού δυσκολεύεται να περπατήσει. Δεν βλέπει πού πηγαίνει και συνέχεια σκοντάφτει πάνω στα μνήματα. Φοβάται μην πέσει κατάμουτρα πάνω σε κανένα φάντασμα. Τι μακάβρια νύχτα, Θεέ μου! Επιταχύνει το βήμα του. Να προλάβει να βγει ζωντανός από ’δω μέσα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία του. Να βγει ζωντανός κι ας χάσει τα πάντα. Περιουσίες και χρυσές λίρες, ακόμη και τις μετοχές. Τ’ ανταλλάζει όλα για τη ζωή του. 

Οι καρδιακοί παλμοί αυξάνονται, νιώθει ότι δεν του φτάνει ο αέρας, έχει δύσπνοια. Ξυπνά κάθιδρος με ρίγη να ταράζουν ολόκληρο το κορμί του. 

ΣΡ (2015)