Τετάρτη 29 Μαΐου 2019



Η καρέκλα
Χρειάστηκε να ταξιδέψει από πολύ μακριά για να έρθει κοντά μου∙ από το λιμάνι ως
το σπίτι έπρεπε να έρθει δεμένη μέσα σε ένα φορτηγάκι, στριμωγμένη ανάμεσα σε
ένα σωρό άλλα έπιπλα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Μπορεί να ήταν παλιά, το σώμα
της ωστόσο ήταν άθικτο εντελώς, χωρίς ουτ’ ένα γδάρσιμο, λουστραρισμένη, με τη
δερμάτινη επένδυσή της σε χρώμα μπορντό και τα στρογγυλά, διακοσμητικά
κουμπιά της αστραφτερά, χωρίς ίχνος σκουριάς∙ σκουρόχρωμη, από μασίφ σκελετό
οξιάς, με πλάτη καμωμένη από ξύλινες ορθογώνιες λουρίδες και μπράτσα με
υπέροχο χειροποίητο σκάλισμα.
Τώρα την έχω σε μια γωνιά του ξενώνα φορτωμένη βιβλία. Συχνά την
κοιτάζω αναπολώντας τους παλιούς καλούς καιρούς για κείνη και για μένα, τότε
που στα ανέμελα φοιτητικά μου χρόνια την είχα στο στενάχωρο καθιστικό σε
περίοπτη θέση, πλάι στο σκαλισμένο με σχήμα ελέφαντα τραπεζάκι και την
αισθανόμουν να καμαρώνει για την καλή της τύχη∙ ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου τα
γέλια της κι ακόμα τη θυμάμαι μπαίνοντας στο διαμέρισμα να μου χαμογελά
σχεδόν ευτυχισμένη, μακαρίζοντας την τύχη της, που δεν την πούλησα, όπως έκανα
με άλλα μου έπιπλα, σε κάποιο παλαιοπωλείο.
Ταξίδεψε με τα ρούχα, τα παπούτσια και τα βιβλία μου και συνεχίζει να ζει
μαζί μου, παρόλο που τόσα πολλά πράγματα στη ζωή μου έχουν αλλάξει. Κοιτάζω
τις γραμμές που σχηματίζονται στον τοίχο ανάλογα με το πού πέφτει ο ήλιος τις
διάφορες ώρες της ημέρας. Κι εκεί, στη γωνιά που την έχω, αυτή την τόσο
αγαπημένη μου καρέκλα, κάποιες στιγμές διακρίνω να σχηματίζεται μια καρδιά.
Μια παλλόμενη καρδιά και τότε είναι που αισθάνομαι στο σώμα μου ένα ρίγος και
στη δική μου καρδιά έναν περίεργο, ανεξήγητο πόνο. Κι ένα χάδι απαλό να
διαγράφει το πρόσωπό μου και αργά, αισθησιακά, να αγγίζει το σώμα μου. Πέρασε
τόσος καιρός, αλλά ποτέ δεν ξεθώριασε η ανάμνησή του∙ τα χείλη μου υγρά
περιμένουν με ανυπομονησία να σμίξουν με τα δικά του. Ίσως, κάποτε, με τον ίσκιο
της καρέκλας επανέλθει…
(Στέλλα Ρωτού)