Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Συρτάρια…

Ανοιγόκλεινα συρτάρια με μανία.  Αναποδογύριζα τα ντουλάπια, τα ράφια και την αποθήκη. Τίποτα, πουθενά. 
Η ικετευτική ματιά μου προσπαθούσε να διεισδύσει μες τις ματιές των ανθρώπων γύρω μου.  Κάποιες φορές άθελα μου γινόμουνα εκνευριστική.
Τα χρόνια περνούσαν.  Η επιμονή μου εκεί, ατσαλάκωτη.  Τα έπαιρνα όλα πάλι απ’ την αρχή.  Και με την ίδια πάντα σειρά.  Συρτάρια, ντουλάπια, ράφια, αποθήκη.  Ξανά και ξανά.
Σπαταλούσα τον χρόνο μου.  Σπαταλιόμουνα μαζί του κι εγώ.  Μέρα με τη μέρα ένιωθα τον μαρασμό της ψυχής να με βαραίνει.  Τέτοιο πείσμα και τόση μανία πια!
Θα τα παρατήσω, αποφάσιζα.  Τέλος!
Οι σκοτεινές νύχτες διαδέχονταν η μια την άλλη τις γκρίζες μέρες.  Οι δείκτες του ρολογιού κτυπούσαν ακατάπαυστα στον ίδιο  πάντα εκνευριστικό ρυθμό.
Απόκαμνα και τα παρατούσα για λίγο...
Και πάλι απ’ την αρχή.
Συρτάρια, ντουλάπια, ράφια, αποθήκη.  Ακόμα και κάτω από το κρεβάτι έψαχνα.  Κάθε φορά κάποια καινούρια ρούχα μέσα στο ντουλάπι, καινούρια βιβλία στα ράφια, παλιατσαρίες στην αποθήκη, σκόνη κάτω από το κρεβάτι ή ακόμα και σκόρπιες τρίχες του σκύλου.
Απογοητευμένη και κουρασμένη παραιτήθηκα εικάζοντας πως χάθηκε για πάντα, πως ίσως πετάχτηκε κατά λάθος στα σκουπίδια.  Αφέθηκα εντελώς χωρίς ίχνος ελπίδας.
Και τότε, εντελώς απρόσμενα, την βρήκα στρογγυλοκαθισμένη μέσα μου βαθιά, περιμένοντάς με να με οδηγήσει σε μαγικά μονοπάτια.
ΣΡ


Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017


Διαβάζοντας Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ – ΆΣΙΑ η γλυκιά Άννα

(Ρώσος μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας - γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου, 1818 και πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1883)

  •          Ούτε που μου περνούσε τότε από το μυαλό, ότι ο άνθρωπος δεν είναι φυτό και ότι δεν μπορεί ν’ ανθίζει για πολύ. Η νιότη τρώει μια φέτα καλαμποκόψωμο και έχει την εντύπωση ότι είναι ο άρτος ο επιούσιος…


  •     Αν ήμασταν πουλιά , θ’ απλώναμε τα φτερά μας… Θα βυθιζόμασταν στο λαμπερό γαλάζιο… Όμως δεν είμαστε πουλιά.

         Φτερά όμως μπορούμε ν’ αποκτήσουμε…
         Πώς;
         Ζήστε τη ζωή σας και θα μάθετε. Υπάρχουν συναισθήματα που μας υψώνουν πάνω από            τη γή… (μας δίνουν φτερά)

  •        Φτερά απέκτησα  ̶  μόνο που δεν ξέρω προς τα πού να πετάξω…


  •          Η ευτυχία δεν έχει αύριο· δεν έχει ούτε χτες· δεν σκέφτεται το παρελθόν, δεν σκέφτεται το μέλλον· έχει μόνο παρόν  ̶  και όχι ολόκληρη μέρα, μόνο μια στιγμή.


  •         Τελικά, το ανεπαίσθητο άρωμα ενός ταπεινού φυτού ζει περισσότερο απ’ όλες τις πίκρες του ανθρώπου  ̶  ζει περισσότερο και από τον ίδιο τον άνθρωπο.



Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017



Όπως λυσσομανά η θάλασσα
Έτσι κι η ψυχή ανταριάζει
Αναπλάθει τις εικόνες ο νους
Και προσμένει τη νεκρανάσταση.


Ήταν πέρυσι ακριβώς, στις 14 του Φλεβάρη, που μετά τη φορτική επιμονή φίλων μου, βρέθηκα ν’ ανηφορίζω τα σκαλιά του Αγίου Ιλαρίωνα. Προηγήθηκε μια στάση στο κατεχόμενο χωριό μου, τη Μια Μηλιά. Εκεί «φτιάχτηκα» για τα καλά… Το πρώτο θέμα που έχει κανείς ν’ αντιμετωπίσει πριν από την ανάβαση είναι η πληρωμή του εισιτηρίου. Διερωτήθηκα: είναι δυνατόν να πρέπει να πληρώσω εισιτήριο στους κατακτητές για ν’ ανεβώ σ’ έναν χώρο ο οποίος μου ανήκει; Ωστόσο το προσπέρασα… Κάθε σκαλί  και δάκρυ. Η επιθυμία να ξαναζήσω το παρελθόν ασκούσε ισχυρή θέληση πάνω στο σώμα μου. Κινούμουν γρήγορα. Οι ανάσες μου, κοφτές και βαριές. Το κάστρο είναι χτισμένο σε υψόμετρο περίπου 725 μέτρων από τη θάλασσα. Έχει πρόσβαση μόνο από τη νότια πλευρά. Οι υπόλοιπες πλευρές του περιβάλλονται από απρόσιτους γκρεμούς. Αισθανόμουνα το αίμα να συσσωρεύεται στα μηνίγγιά μου απειλητικά. Κόντευα να σκάσω. Τη στιγμή που επιτέλους έφτασα στην κορυφή κι αντίκρισα την Κερύνεια, αισθάνθηκα τα φυλλοκάρδια μου να πάλλονται ακανόνιστα. Ήταν ένα συναίσθημα ανάμεικτο. Απέραντη χαρά για την εικόνα που απλωνόταν μπροστά μου. Η Κερύνεια έλαμπε κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Κρατούσα ακόμη το εισιτήριο στο χέρι. Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ. Συμπεριφέρθηκα σαν «τουρίστας». Τράβηξα αναμνηστικές φωτογραφίες. Ίσως να ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί.  Εικόνες, αναμνήσεις, πρόσωπα. Όλα μαζί, μπερδεμένα. Με μια χρονολογική σειρά μπρος-πίσω που μου προκαλούσε ίλιγγο. Τα κατάφερα. Δεν μ’ ενδιέφερε πια εάν είχα τις δυνάμεις  ̶ σωματικές μα προπάντων ψυχικές ̶  να κατεβώ από ’κει πάνω. Ας γινόμουν μια πέτρα που θ’ αγναντεύει νωχελικά την Κερύνεια. Ας γινόμουν ένα ματωμένο ερείπιο δια μέσου των αιώνων. Η καρδιά μου κόντεψε να γίνει κομμάτια. Πόση παραδοξότητα πια σ’ ετούτον τον τόπο; Πόσα ψέματα; Η ψυχή εξευτελίζεται ανελέητα. Δεν υπάρχει κανείς να μου δώσει μιαν  απάντηση. Η λογική παραμένει απούσα από τούτο το καταραμένο παιγνίδι. Σκιάζομαι… Η απόγνωση διαγράφεται στο πρόσωπό μου. Κατεβαίνει στην καρδιά και γίνεται σπαραγμός. Να προσμένω ή όχι τη νεκρανάσταση;

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017



ΖΩή
Αν  κοιτάζεις πίσω
Θα χάσεις τα βήματα
Και θα πέσεις εμπρός.
Το χθες έφυγε πέρα μακριά
Προσπέρασέ το.
Το αύριο ίσως δεν έρθει ποτέ
Μην το προσδοκάς.
Το σήμερα είναι μπροστά σου
Απόλαυσέ το!
Μην αφήνεις τις στιγμές
να γίνονται φευγάτες
Αυτές μόνον αξίζουν.
Στο κυνήγι των μεγάλων απολαύσεων
Μην χάνεις τα απλά καθημερινά
Μην προσπερνάς τα όμορφα.
Εσύ τρέχεις να προλάβεις τη ζωή
Αυτή δεν σε περιμένει.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017


Οπτασία

Χρόνια τώρα κοιμόμουνα ύπνο βαθύ, όχι όμως μακάριο.  Ποτέ δεν είχα κυνηγήσει ουσιαστικά τη λυγερόκορμη οπτασία.  Την σκεφτόμουνα πού και πού. Την σκεφτόμουνα εντονότερα όταν διάβαζα βιβλία ψυχανάλυσης.  Μα πάλι αφηνόμουν στον λήθαργό μου. Τη θεωρούσα απόμακρη και ακατάδεκτη.
Και το χειρότερο, δεν πίστευα, ή καλύτερα ήμουνα σίγουρη πως δεν θα μου έδινε ποτέ την ευκαιρία να την πλησιάσω. Κάποιες φορές ένιωθα έντονα την απουσία της και την αποζητούσα, κυρίως τα βράδια.  Τις ώρες που κάθε νοήμων άνθρωπος, λίγο πριν έρθει ο Μορφέας να τον πάρει στην αγκαλιά του, κάνει ανασκόπηση της ημέρας που πέρασε, κάνει την αυτοκριτική του.
Το πάλευα για χρόνια πολλά.  Άλλοτε με μεγάλη ένταση, άλλοτε υποτονικά.  Κάποτε κούρνιαζα στη βόλεψή μου κι αποξεχνιόμουν.
Τότε η λυγερόκορμη οπτασία εμφανιζόταν από μόνη της και με ταρακουνούσε.  Μ’ ένα δυνατό τσίμπημα κέντριζε την ψυχή μου.
Και ξανά απ’ την αρχή.  Συνομιλούσα μαζί της και την εκλιπαρούσα να μείνει κοντά μου.  Όσο κι αν το ήθελε, τα ίδια τα καμώματά μου την διώχνανε μακριά.  Ώσπου τελικά μετά από πολλές και έντονες διενέξεις, τα καταφέραμε και γίναμε δυο πολύ καλές φίλες.  Κι αυτή, νιώθοντας υπερήφανη για μένα, μου κρατά με στοργή το χέρι.
ΣΡ

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Διαβάζοντας Έλλη Αλεξίου
Λούμπεν

  • ·         Ο προορισμός του κοριτσιού είναι το δίχως άλλο, να βρίσκει έναν σύντροφο και να παντρεύεται. …καλός, κακός, κείνος ο άνθρωπος, που θα του τον έχει γραμμένο η μοίρα, κείνος είναι ο μοναδικός στον κόσμο, που θα του δώσει κι όση χαρά κι όση καλοπέραση του ’ναι γραμμένη, να περάσει σε τούτη τη ζωή. Άμα ο άνθρωπος σου κλείσει τα μάτια του, ό μη γένοιτο, και σ’ αφήσει πίσω του, σ’ ό,τι καλά χέρια κι αν πέσεις, μ’ ό,τι καλούς ανθρώπους κι αν βρεθείς, παντού βάρος θα λογαριάζεσαι. Σκουπίδι θα γίνεσαι, να σε πατούν, βάρος θα σε λογαριάζουνε… Πάντα θ’ αναθιβάνεις τον άνθρωπό σου, και θα χύνεις μαύρο δάκρυ.
  • ·         …κι η ζήλια, αν βρει καρδιά μέσα της, θα τη βάλει να χτυπά… αν βρει κοιμισμένη αγάπη, θα την ξυπνήσει.
  • ·         …ο γάμος είναι ένα σακί γεμάτο σκορπιούς, φίδια κι άλλα ερπετά σιχαμερά, φαρμακερά… Βάζεις το χέρι σου μέσα κι ό,τι πιάσεις. Το συνηθισμένο είναι  να τραβήξεις κατιτίς φαρμακερό: Μόνο αν έχει το βουνό την τύχη, θα πετύχει το χέρι σου με την πρώτη, το μοναδικό μυρωδάτο μπουμπούκι, που βρίσκεται ανακατεμένο με τόσα μιαρά! Σ’ ολόκληρο το σακί!...
  • ·         Οι άνθρωποι, μόλις γεννηθούνε άντρες και γυναίκες, ζούνε πάνω στη λεμονιά του Θεού. Γίνονται ανθοί της λεμονιάς. Μα άλλους ανθούς τους κρατάει η λεμονιά και τους δένει, κι άλλους τους πετάει…
  • ·         Τον καημό δεν τόνε δείχνει κανείς με τα ρούχα που θα φορέσει. Τον έχει κρυμμένο μέσα του.
  • ·         …η ζωή είναι μια άδεια. Αν αυτή η σκέψη καταφέρεις και σου γίνει έμμονη ιδέα, θα σωθείς. Θα δεις αμέσως τη ζωή διαφορετικά. Ως ένα αγαθό που σου δόθηκε για να το γλεντήσεις, να το εκμεταλλευτείς. Εγώ χαίρομαι τη ζωή μου με τέχνη. Δε βιάζουμε. Κανένας δε με κυνηγάει. Ξέρω που η άδεια μου θα τελειώσει μαζί με τη ζωή μου. Μα θ’ αργήσει.
  • ·         Η ομορφιά είναι καλή κι ωφελεί αυτόν που την έχει.
  • ·    Αν υπήρχανε αχτίνες να παίρνουνε σε πλάκες τα βάσανα της ψυχής, ποιος ξέρει τι ατελείωτες ποικιλίες θα παρουσίασαν.

Το μυθιστόρημα της Έλλης Αλεξίου αποκαλύπτει ήθη και νοοτροπίες μιας άλλης εποχής. Υπενθυμίζει τα διαχρονικά αδιέξοδα των ανθρώπων που προσπαθούν να χτίσουν την ύπαρξη τους στα ερείπια των κοινωνικών αντιφάσεων και καταδεικνύει εντέλει ως αριστουργηματική ψυχογραφία την τραγική διαδρομή του ανθρώπου προς την καταρράκωση και τη μοναξιά. (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

...Έκανε αέναες προσπάθειες γι’ απελευθέρωση. Μάταια. Όλες άκαρπες. Οι ανθοί έπεφταν και τους κατάπινε η γη πριν καν προλάβουν να σχηματίσουν σε καρπούς.Εναλλαγή εικόνων. Ο σκηνοθέτης δίνει ακατάπαυστα οδηγίες. Οι τάφοι ανοίγονται ο ένας δίπλα στον άλλο στοιχισμένοι με μαθηματική ακρίβεια. Ούτε χιλιοστό δεν παρεκκλίνουν.  Ανοιχτοί τάφοι να χάσκουν ανάσκελα. Και να περιμένουν τους νεκρούς τους…


Η ξερακιανή φιγούρα γυροφέρνει τους τάφους. Όπως τα μαύρα κοράκια. Τα μαύρα κοράκια με τα γαμψά νύχια που περιφέρονται για να τραφούν με τις σάρκες που βρίσκονται σε αποσύνθεση…  Ποντικούς, φίδια, έντομα, αυγά μικρών πουλιών, πτώματα… Που και που ακαταλαβίστικες κραυγές απόγνωσης βγαίνουν από το άσχημο στόμα της φιγούρας – οπτασίας. Σαράντα δύο χρόνια περιπατά ανάμεσα στους ανοιχτούς τάφους. Οσμίζεται όπως το λαγωνικό. Η μυρωδιά τής προκαλεί αναγούλα. Ξερνάει. Επιμένει και συνεχίζει να γυροφέρνει ανάμεσα στους τάφους που χάσκουν ανάσκελα. Σ’ εκείνους τους τάφους που χρόνια τώρα περιμένουν τους νεκρούς τους. Ξεσκίζει με μανία τις σουρωμένες σάρκες. Τις γδέρνει. Ίσως θέλει να γίνει ο πρώτος νεκρός… 
Σ.Ρ.
(απόσπασμα από το διήγημα "Η τύχη του χρυσοπράσινου φύλλου...")

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017



Πανσέληνος

Κλαίω απόψε για μια πανσέληνο.


Μοιρασμένη. Η μπότα βαριά.
Ασφυκτιούν οι ανάσες.


Βαθιά σιωπή, κομμένα κεφάλια.
Απορία στ’ αθώα βλέμματα:
Γυναίκες και οδύνη και μάρμαρα.


Τον ύπνο ταράζουν σημάδια
δακρύων, σ’ αόρατο τείχος

Φλόγες ανάβουνε.
Φωνές σπαραγμού.
Φυλακή της ελευθερίας.


 Μητρώα αγνοούμενα 

Μοιρασμένη η πανσέληνος.
Σ.Ρ.