Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017



Όπως λυσσομανά η θάλασσα
Έτσι κι η ψυχή ανταριάζει
Αναπλάθει τις εικόνες ο νους
Και προσμένει τη νεκρανάσταση.


Ήταν πέρυσι ακριβώς, στις 14 του Φλεβάρη, που μετά τη φορτική επιμονή φίλων μου, βρέθηκα ν’ ανηφορίζω τα σκαλιά του Αγίου Ιλαρίωνα. Προηγήθηκε μια στάση στο κατεχόμενο χωριό μου, τη Μια Μηλιά. Εκεί «φτιάχτηκα» για τα καλά… Το πρώτο θέμα που έχει κανείς ν’ αντιμετωπίσει πριν από την ανάβαση είναι η πληρωμή του εισιτηρίου. Διερωτήθηκα: είναι δυνατόν να πρέπει να πληρώσω εισιτήριο στους κατακτητές για ν’ ανεβώ σ’ έναν χώρο ο οποίος μου ανήκει; Ωστόσο το προσπέρασα… Κάθε σκαλί  και δάκρυ. Η επιθυμία να ξαναζήσω το παρελθόν ασκούσε ισχυρή θέληση πάνω στο σώμα μου. Κινούμουν γρήγορα. Οι ανάσες μου, κοφτές και βαριές. Το κάστρο είναι χτισμένο σε υψόμετρο περίπου 725 μέτρων από τη θάλασσα. Έχει πρόσβαση μόνο από τη νότια πλευρά. Οι υπόλοιπες πλευρές του περιβάλλονται από απρόσιτους γκρεμούς. Αισθανόμουνα το αίμα να συσσωρεύεται στα μηνίγγιά μου απειλητικά. Κόντευα να σκάσω. Τη στιγμή που επιτέλους έφτασα στην κορυφή κι αντίκρισα την Κερύνεια, αισθάνθηκα τα φυλλοκάρδια μου να πάλλονται ακανόνιστα. Ήταν ένα συναίσθημα ανάμεικτο. Απέραντη χαρά για την εικόνα που απλωνόταν μπροστά μου. Η Κερύνεια έλαμπε κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Κρατούσα ακόμη το εισιτήριο στο χέρι. Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ. Συμπεριφέρθηκα σαν «τουρίστας». Τράβηξα αναμνηστικές φωτογραφίες. Ίσως να ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί.  Εικόνες, αναμνήσεις, πρόσωπα. Όλα μαζί, μπερδεμένα. Με μια χρονολογική σειρά μπρος-πίσω που μου προκαλούσε ίλιγγο. Τα κατάφερα. Δεν μ’ ενδιέφερε πια εάν είχα τις δυνάμεις  ̶ σωματικές μα προπάντων ψυχικές ̶  να κατεβώ από ’κει πάνω. Ας γινόμουν μια πέτρα που θ’ αγναντεύει νωχελικά την Κερύνεια. Ας γινόμουν ένα ματωμένο ερείπιο δια μέσου των αιώνων. Η καρδιά μου κόντεψε να γίνει κομμάτια. Πόση παραδοξότητα πια σ’ ετούτον τον τόπο; Πόσα ψέματα; Η ψυχή εξευτελίζεται ανελέητα. Δεν υπάρχει κανείς να μου δώσει μιαν  απάντηση. Η λογική παραμένει απούσα από τούτο το καταραμένο παιγνίδι. Σκιάζομαι… Η απόγνωση διαγράφεται στο πρόσωπό μου. Κατεβαίνει στην καρδιά και γίνεται σπαραγμός. Να προσμένω ή όχι τη νεκρανάσταση;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου