Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018




Καθισμένος στο μπαλκόνι, διαβάζω βαριεστημένα την εφημερίδα. Τα τελευταία χρόνια οι ειδήσεις είναι ίδιες. Έπαψαν πλέον να είναι «τα νέα». Είτε ανοίξεις την εφημερίδα είτε ανάψεις ραδιόφωνο ή τηλεόραση. Όλα καλυμμένα μ’ ένα μαύρο πέπλο. Σκληρότερα μέτρα και απειλές από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εκκλήσεις για ενίσχυση των κοινοτικών παντοπωλείων, εκποιήσεις κατοικιών, πτωχεύσεις επιχειρήσεων και  απώλειες, πολλές απώλειες... Καθημερινά. Όλ’ αυτά τα αισθάνομαι σαν γροθιά στο στομάχι. Αισθάνομαι την αδικία που συμβαίνει γύρω μου να με πνίγει. Να μου ρουφά το μεδούλι. Στο όνομα της Ενωμένης Ευρώπης διαπράττονται καθημερινά τα χειρότερα εγκλήματα εις βάρος της ανθρωπότητας. Οι μεγάλοι, λόγω της δύναμής τους, προσπαθούν ν’ αφαιμάξουν και  να φτωχοποιήσουν τους μικρούς. Εξευτελίζουν τους ανθρώπους και τους ρουφούν το αίμα. Γίνεται ένας πόλεμος χωρίς όπλα. Είμαι ένοχος επειδή σιωπώ. Μες στη βόλεψή μου,  κάποιες φορές ξεχνάω τον διπλανό μου.  Αισθάνομαι ένοχος επειδή εγώ έχω ένα διαμερισματάκι πάνω από το κεφάλι μου. Ένοχος επειδή δεν κινδυνεύει να εκποιηθεί. Ένοχος επειδή έχω ένα πιάτο φαγητό κι ακόμη έχω την πολυτέλεια να γρατζουνάω την κιθάρα μου. Αλήθεια, πώς σβήστηκαν τα όνειρά μου από τη μια στιγμή στην άλλη! Λες και πέρασε ένας σπόγγος και τα έσβησε όπως τα γράμματα με κιμωλία στον μαυροπίνακα. Κι αυτοί οι αινιγματικοί θάνατοι, λες κι έπεσε επιδημία… Τους περισσοτέρους τους συγκαλύπτουν. Πατέρας τριών ανήλικων παιδιών σάλταρε από τον πέμπτο. Τον έπνιγαν τα χρέη κι έχασε και τη δουλειά του. Νεαρός επιστήμονας δεν μπορούσε να βρει δουλειά πουθενά. Δεν το έκανε η ψυχή του ν’ αναζητήσει την τύχη του στο εξωτερικό. Μες στην παράνοια, κρεμάστηκε στο υπνοδωμάτιό του, αφήνοντας μόνη την ανήμπορη μάνα του. Κι εγώ επιμένω να γρατζουνάω την κιθάρα μου…
(Κλασική Κιθάρα - απόσπασμα)