Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Ισχυρές αναταράξεις… προσδεθείτε! – της Στέλλας Ρωτού

August 14, 2016
Ατενίζει το πέλαγο. Ξύνει το κεφάλι του κοιτάζοντας ώσπου φτάνει το μάτι του… Παρατηρεί σχολαστικά τις λεπτομέρειες κρατώντας την ανάσα του. Κάθε θόρυβος πέραν του φλοίσβου των κυμάτων, τον ενοχλεί. Ακόμη κι η συγκροτημένη στρατιά των πουλιών που πλαισιώνει τον πίνακα.
Δεν παρασύρεται από τον χορό των συναισθημάτων. Επιχειρεί ν’ αντιμετωπίσει τα προβλήματα με ηρεμία˙ τα τοποθετεί σε μια σειρά ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας, τη χώρα προέλευσης, το χρώμα και τις διαστάσεις τους. Τιθασεύει τις αντιδράσεις του μπροστά στις διαφορετικές ιδιότητες (του κάθε προβλήματος). Περιοχή ισχυρών αναταράξεων…
Αισθάνεται το κεφάλι του βαρύ κι ασήκωτο. Έχει εντός του τόσα πολλά πράγματα που έστω και μία ακόμη σκέψη να τρυπώσει, θα εκραγεί. Θα εκπυρσοκροτήσει όπως το όπλο στα χέρια ενός νεοσύλλεκτου στρατιώτη. Και θα μοιράσει το κρανίο του στα δύο. Με ποιό θέμα ν’ ασχοληθεί πρώτα και με ποιό ύστερα; Και θα μπορέσει αυτός, από μόνος του, να λύσει τα προβλήματα του κόσμου; Οι συμφορές της ανθρωπότητας είναι άνευ τέλους. Όπως η Λερναία Ύδρα, που της έκοβαν ένα κεφάλι και φύτρωναν δύο. Αν όμως πάλι ο καθένας αφήνεται στην απραξία, τότε γίνεται συμμέτοχος και συνένοχος. Η ανέχεια του εγκλήματος είναι πιο σοβαρό αδίκημα από το ίδιο το έγκλημα. Αυτό το συμπέρασμα τον ταρακουνάει. Τον κάνει να αισθανθεί τη γη να σείεται και να φεύγει κάτω από τα πόδια του.
Δεν έχει να λογοδοτήσει πουθενά. Ωστόσο, η ευθύνη τον πιέζει. Δεν μπορεί να παραμένει άπραγος μπροστά στη φουρτούνα. Πασχίζει να βάλει ένα πεδίκλωμα, να σταματήσει την κατρακύλα. Πασχίζει να σώσει τα πλοία, τις βάρκες, τις σάρκες…
Τα βράδια κοιτάζει μέσ’ από το σκοτάδι, με μάτια θολά, ανθρώπους να κυλιούνται και να σέρνονται σαν σκουλήκια στη νοτερή γη. Οι ρυθμικές κινήσεις του εθισμού και της εξάρτησης, με τη συνοδεία της πνευματικής αδράνειας, χαρακτηρίζουν τη μοντέρνα εποχή. Θεωρούνται τάσεις προς την καινοτομία. Αποτελούν καρικατούρες της ελευθερίας της σκέψης, της δράσης και της έκφρασης.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας παρακολουθεί τουρίστες και ντόπιους ν’ απολαμβάνουν τα καταγάλανα νερά και τις χρυσές αμμουδιές. Να χαίρονται τις δαντελωτές παραλίες, που είναι προέκταση των ακρογιαλιών της κατεχόμενης Αμμοχώστου ή της πόλης ̶ φάντασμα όπως την αποκαλούν. Όλ’ αυτά κάτω από τον λαμπερό ήλιο. Όταν όμως ο ήλιος βουτά στη θάλασσα βάφοντάς την πορτοκαλί, τότε το μικρό τουριστικό χωριουδάκι μεταμορφώνεται σε τέρας που βρυχάται. Κυκλώματα πορνείας και διακίνησης ναρκωτικών. Ξέφρενα πάρτι με χρήση κοκαΐνης που «ανεβάζει». Αιθέριες υπάρξεις που «προσφέρουν» τη συντροφιά τους σε κυρίους με μεγάλη κοιλιά και με «χοντρά» πορτοφόλια. Ξεφτιλιστήκαμε. Σαν άνθρωποι, σαν κοινωνία. Τελετουργικά θυσιάζονται οι αξίες στον βωμό του πλούτου. Τα μάτια του τσούζουν από τις αναθυμιάσεις. Τ’ αυτιά του βουλωμένα με ωτοασπίδες. Εκούσια. Το αδιαφανές πέπλο καμουφλάρει τη συνείδηση. Τι κι αν στη διπλανή χώρα μαίνεται ένας πόλεμος; Τον ακούει κανείς; Στ’ αλήθεια, τον ακούει κανείς;
Τα χέρια του παραμένουν σταυρωμένα… Δεν κάνει τίποτε ουσιαστικό, παρά μόνον μετρά τις διεθνείς δυνάμεις που εμπλέκονται σ’ αυτόν, τάχα για να διαμορφώσουν τις ισορροπίες στην περιοχή. Ανελέητοι βομβαρδισμοί σκοτώνουν καθημερινά άμαχο πληθυσμό καθώς και δεκάδες παιδιά για χάρη της ισορροπίας. Χιλιάδες άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Επιβιβάζονται σε «πλωτά φέρετρα» με την ελπίδα να φτάσουν στην Ευρώπη για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους. Πρόκειται γι’ αυτούς τους πρόσφυγες που δεν θέλουμε, που μας «κλέβουν» το ψωμί και ζουν εις βάρος μας… Κι είναι σωστό αυτός να κάθεται και απλά να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα; Μήπως νομίζει πως παρακολουθεί ταινία τρόμου στον θερινό κινηματογράφο της γειτονιάς του; Κι όταν ανάψουν τα φώτα, θα μπουν όλα και πάλι στη θέση τους;
Στριφογυρίζει στο κρεβάτι του. Οι ειδήσεις κι απόψε αποκαρδιωτικές. Η βάρκα που απέπλευσε από λιμάνι της Συρίας με Σύριους, Λιβανέζους και Παλαιστίνιους βυθίστηκε στ’ ανοιχτά της Λέσβου. Ο ακριβής αριθμός των επιβαινόντων παραμένει άγνωστος. Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι άντρες, πόσες γυναίκες, πόσα παιδιά. Δεν θα προκάμει να συγκρατήσει ένα καυτό δάκρυ που ξεφεύγει από το δεξί μάτι του. Η αρμύρα πότισε ήδη τα ξεραμένα χείλη του. Άραγε πόσες ζωές χάθηκαν πάλι τόσο άδικα;
Κοκκινίζει από την ντροπή του. Με τι πρόσωπο ν’ αντικρίσει τα μάτια του; Στέκεται απέναντι από τον καθρέφτη. Νιώθει το ίδιο το βλέμμα του να τον καρφώνει. Όπως μια μαχαιριά. Ασυναίσθητα ακουμπάει το στήθος του για να το προστατέψει. Σκύβει το κεφάλι, θέλοντας, αν ήταν δυνατόν, να κρυφτεί ακόμη κι από τον ίδιο τον εαυτό του. Πώς είναι δυνατόν, μπροστά σ’ όλην ετούτη τη δυστυχία να παραμένει κουφός, στραβός και αδρανής; Αισθάνεται ένοχος, δεν χωρούν δικαιολογίες.
Αναλύει την ανατομία του ανθρώπινου είδους. Ψάχνει διακαώς να βρει κάτι που να κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει από τα ζώα. Ο νους! Η δυνατότητα του ανθρώπου να σκέφτεται. Ωστόσο ο άνθρωπος δεν αξιοποιεί σωστά αυτή τη δυνατότητα. Τις περισσότερες φορές τη χρησιμοποιεί για ν’ αποκομίζει οικονομικά οφέλη, ανεξάρτητα εάν είναι εις βάρος άλλων ανθρώπων. Σύνεση ανύπαρκτη. Αλλά κι η μνήμη του ανθρώπου φαίνεται πως δεν είναι καλύτερη από εκείνη του χρυσόψαρου. Έγινε μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Σχεδόν το μισό κομμάτι της μικρής πατρίδας μας είναι κατεχόμενο. Σαράντα ένα χρόνια πριν, ζητήσαμε δουλειές στις γειτονικές χώρες για να μπορέσουμε ν’ αναστηλωθούμε και ν’ αναστήσουμε τα παιδιά μας. Όλ’ αυτά συνέβησαν στη δική μας πραγματικότητα ή μήπως ήταν ένας εφιάλτης που μόλις ανέτειλε ο ήλιος τα έσβησε όλα με τη λάμψη του;
Ζει μέσα σε άξεστους καιρούς γεμάτους δηλητήρια. Κι όμως, μόλις σκάει ο ήλιος πίσω από τις βουνοκορφές παρακολουθεί τα μπουμπούκια να ξεπροβάλλουν σιγά σιγά. Ένα αχνό χαμόγελο φωτίζει το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του. Δεν χάνει την ελπίδα. Κάτι καλό θα συμβεί. Φτάνει να το πιστεύει και να το θέλει πολύ. Η ειρήνη, η αγάπη, η προσδοκία, δεν έχουν πεθάνει. Έχουν απλά τραυματιστεί σ’ έναν πόλεμο ̶ δυστυχώς σοβαρά̶ μαζί με τα ήθη, τις αρετές και τις αξίες. Περιποιείται τις πληγές προσπαθώντας να σώσει ό,τι σώζεται…
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Carlo Carrà.]

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016



Μέσ’ από την ψυχή μου…

Τετάρτη 14 Αυγούστου 1974. Ο καλοκαιρινός ήλιος δεν έχει προλάβει  να σκεπάσει με τις χρυσές αχτίδες του το άτυχο νησί μας. Οι πληγές ανοιχτές. Το αίμα κυλάει σαν ρυάκι από τους πρόποδες του Πενταδάκτυλου. Οι μάνες κατασπαράζουν τα στήθια.
Μέσα στον στενό διάδρομο δεκατέσσερις άνθρωποι ασφυκτιούν. Από τη σύγχυση το μπιμπερό της μικρής Μαρίας ανοίγει και το γάλα χύνεται όλο στο πάτωμα. Παρά τον τρόμο λέει κλαψουρίζοντας «ετούτοι οι παλιό-Τούρκοι έχυσαν ακόμη και το γάλα μου».
Στέκομαι μες στο δωμάτιο για μερικά δευτερόλεπτα. Ανυπαρξία και απραξία. Βουβαμάρα! Τίποτε δεν κινείται. Βρίσκω τη ψυχραιμία μέσ’ από τα δέκα χρόνια μου. Φορώ ένα φουστάνι που ήταν από χθες ακουμπισμένο πάνω σε μια καρέκλα. Αρπάζω δύο άλμπουμ με τις παιδικές αναμνήσεις και τρέχω προς το αυτοκίνητο. Έξω από το σπίτι είναι σταθμευμένα δύο αυτοκίνητα· ένα μονοκάμπινο διθέσιο κι ένα σαλούν. Δέκα άνθρωποι στοιβαζόμαστε στο σαλούν ̶  η γιαγιά, της μάνας μου η μάνα, ανήμπορη. Σχεδόν δεν αναπνέουμε, αλλά δεν υπάρχει άλλη διέξοδος για να σωθούμε.  Περνούμε έξω από το σπίτι της άλλης γιαγιάς, της μάνας του πατέρα και δεν μπορούμε να σταματήσουμε να την πάρουμε μαζί μας· ούτε μύγα δεν χωράει στο αυτοκίνητο. Μας ακολουθεί το διθέσιο αυτοκίνητο που οδηγεί ο θείος μου. Σταματά και παίρνει τη γιαγιά. Ο παππούς ήδη πιάστηκε από τους Τούρκους εισβολείς στις 20 Ιουλίου, την ημέρα της πρώτης εισβολής. Άγνωστη η τύχη του. Έμεινε πίσω για να φυλάει τα γίδια του. Δεν το ’κανε η καρδιά του να τα παρατήσει νηστικά και διψασμένα.
Καταφέρνουμε να διαφύγουμε και κατευθυνόμαστε προς την πρωτεύουσα. Από ’κει, για μεγαλύτερη ασφάλεια, ανηφορίζουμε προς τον Άγιο Θεόδωρο του Αγρού. Εκεί στοιβαζόμαστε σαν σακιά  ̶ γνωστοί και άγνωστοι ̶  στο Δημοτικό Σχολείο όπου μένουμε για ένα μήνα περίπου. 
Η ιστορία δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε λίγες γραμμές. Έχει δηλητηριάσει τις ζωές μας σαν πικροδάφνη. Το κλάμα δεν μπορεί ν’ απαλύνει τον πόνο.  Ο απολογισμός τραγικός. Ξάδελφος αγνοούμενος  ̶ ήταν είκοσι τεσσάρων χρόνων ̶ , ξεριζωμός, σπαραγμός…
Η μικρή Μαρία που τότε ήταν σχεδόν τριών χρόνων, σήμερα κοντεύει τα σαράντα πέντε. Ωστόσο το παράπονό της για το γάλα που έχει χυθεί, παραμένει νωπό... Στ’ αυτιά της ακόμη αντηχεί το σφυροκόπημα από τους βομβαρδισμούς. Μπροστά από τα μάτια της πετάγονται οι φλόγες από τις φωτιές μέσ’ από τις οποίες τρέχαμε για να σωθούμε.
Σαράντα δύο χρόνια μετά, η μνήμη επιμένει σαδιστικά ν’ ανακαλεί τις εικόνες. Η φωτιά αναβλύζει μεσ’ από την ψυχή.  Τα δάκρυα καυτά περνούν μεσ’ από τις ρυτίδες και η αρμύρα τους αφήνει μια ξηρότητα στο στόμα.
Και κάποιοι έχουν το θράσος να ρωτούν «θυμάσαι ακόμη;».
Θα θυμάμαι μέχρι να κλείσω τα μάτια…


ΣΡ (13/08/2016)