Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Αποχαιρετισμός
Μες στ’ Αυγούστου την κάψα έσβησαν τα φώτα.
Οι κουρτίνες για να μην μπαίνει το φως, τραβήχτηκαν.
Η απώλεια σαν αγκάθι τρύπησε τις καρδιές μας.
Το αίμα από την πληγή αναβλύζει νωπό, το σώμα
χάνεται και το βλέμμα μετέωρο προς τον εχθρό είναι.
Φωτιές, παντού. Οι σπίθες τσουρουφλίζουν
τα στάχυα.

(Ψυχή γεμάτη απόγνωση)

Τα δάκρυα στο στόμα: γεύση αλμυρή.
Οι μνήμες. Φίδια ζωντανά, έρποντα,
κάνουν την καρδιά να φρενιάζει.

Αναπάντητα παραμένουν τα λόγια.
Το παράπονο κόβει την ανάσα και η αυλαία
σαράντα δύο χρόνια μετά, πέφτει.

(Σπαραγμός)

Μιαν ηλιόλουστη χειμωνιάτικη ημέρα
ένας τάφος φρεσκοσκαμμένος.
Οι γονείς αγωνιούν να σ’ ανταμώσουν ξανά…
Το ταξίδι ας είναι φωτεινό.

ΣΡ (11/12/2016)

Κυριακή 13 Αυγούστου 2017





Τα μποστάνια

ΤΟ ΚΑΡΠΟΥΖΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΦΥΤΟ που αγαπά πολύ τη ζέστη. Θέλει χώμα μαλακό, αποστραγγισμένο και πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά˙ επίσης, πολύ νερό, κι αν είναι δυνατόν ήλιο από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αυτά μας τα έλεγε ο παππούς κάθε χρόνο που πηγαίναμε στο χωριό για να φυτέψουμε τα καρπούζια. Ο παππούς ίσως νόμιζε πως μεγαλώνοντας θα γινόμασταν παραγωγοί καρπουζιών. Ποιος ξέρει; Άγνωστες οι προσδοκίες που είχε από τον καθένα μας… Εμείς, πιτσιρίκια, αδημονούσαμε να κλείσουν τα σχολεία για να πάμε στο χωριό. Επτά ξαδέλφια μαζευόμασταν, όλοι πάνω-κάτω της ίδιας ηλικίας, γύρω στα δέκα, εκτός από τη Μαρία που ήταν μεγαλύτερη. Βέβαια, ο παππούς κι η γιαγιά είχαν έντεκα εγγόνια αλλά μόνον οι επτά μαζευόμασταν. Στο χωριό τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά και, προπάντων, δεν είχαμε τις μανάδες πάνω από τα κεφάλια μας. «Πλύνε τα χέρια σου, διάβασε, μην κάνεις αταξίες, πρόσεχε! Μη, θα λερώσεις τον καναπέ, μάζεψε τα παιγνίδια σου», αυτές κι άλλες πολλές ήταν οι καθημερινές παρατηρήσεις που μας έπαιρναν στο κατόπι. Ωστόσο, μακάρι να ξαναγύριζαν εκείνα τ’ ανέμελα χρόνια, κι ας είναι, μαζί με τις παρατηρήσεις.
Στο χωριό τρέχαμε όλη την ημέρα από δω κι από κει σαν αγρίμια. Όλη την ενέργεια που εξοικονομούσαμε τον χειμώνα στην πόλη, τη σπαταλούσαμε αμέριμνα το καλοκαίρι στο χωριό. Όπου ζαβολιά ήμασταν μέσα. Κι εγώ, από φύση σκανδαλιάρης, ήμουν η αρχηγός.
Μια αγαπημένη συνήθεια ήταν ν’ ανηφορίζουμε στο Μοναστήρι του Αγίου Χρυσοστόμου. Κάποτε, και στα Εκατόν Ένα Σπίτια της Ρήγαινας. Εκεί απολαμβάναμε τη θέα από ψηλά. Καθ’ οδόν μαζεύαμε ό,τι φαγώσιμο υπήρχε, όπως κόνναρα*, αγριοβατόμουρα και χαρούπια.
Η καημένη η γιαγιά ήταν ανήμπορη και καθισμένη πάντοτε σε μιαν καρέκλα. Λες κι ήταν βιδωμένη. Όπως έλεγε τότε η μάνα, της είχε έλθει κόλπος. Εμείς βέβαια, δεν καταλαβαίναμε τι σήμαινε αυτό. Ωστόσο, βλέπαμε πως το ένα χέρι και το ένα πόδι της ήταν ακίνητα. Δεν μπορούσε να μας περιποιηθεί κι έτσι μας σκόρπιζε ολημερίς απλόχερα τις ευχές της. Ο παππούς, που τότε ήταν γύρω στα εξήντα πέντε, ήταν γερός και δυνατός. Ωστόσο, για το σπιτικό και το φαγητό τους, φρόντιζε η μάνα της Μαρίας.
Δεν της έφταναν της θείας όλες οι άλλες δουλειές, το καλοκαίρι είχε να φροντίζει κι εμάς, τους μικρούς διαβόλους, όπως μας αποκαλούσαν όλοι χαριτολογώντας.
Προτού φτάσει η ημέρα που γινόταν το φύτεμα, ο παππούς έκανε την απαιτούμενη προεργασία. Θυμάμαι, πάντα έλεγε ότι «οι καρπουζιές θέλουν χώρο για ν’ αναπτυχθούν». Τους σπόρους, τους είχε φυλαγμένους από τη συγκομιδή της προηγούμενης χρονιάς. Μια εβδομάδα πριν από την καθορισμένη ημέρα φυτέματος, αναμείγνυε νερό με χωνεμένη κοπριά, το οποίο ανακάτευε σταδιακά. Έπειτα, βουτούσε τους σπόρους για μισή ώρα μέσα σ’ αυτό το βρομερό υγρό κι άρχιζε το φύτεμα. Όσοι σπόροι επέπλεαν, δεν χρησιμοποιούνταν γιατί ήταν σίγουρο πως δεν θα βλαστήσουν.
Η Μαρία, πάντοτε μας ακολουθούσε στα μποστάνια αλλά με βαριεστιμάρα. Πάντοτε κρατούσε παραμάσχαλα ένα τεφτέρι, όπως το έλεγε ο παππούς, κι ένα καλοξυσμένο μολύβι. Δεν ήταν όπως εμείς, τα άλλα παιδιά που χοροπηδούσαμε από χαρά κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες. Η «αλλοπαρμένη ή αλαφροΐσκιωτη», κατά τον παππού, είχε αλλού το μυαλό της, σε παραμύθια κ’ ιστορίες μπερδεμένες, παράξενες… Ήθελε, λέει, να γίνει δασκάλα. Τι κουσούρι πάλι κι αυτό!... Όπως και να ’χει, κρατούσε ερμητικά κλειστό το στόμα της και δεν μας αποκάλυπτε τι την απασχολούσε ό,τι κι αν της τάζαμε  ̶  τόσα ξέραμε τόσα κάναμε. Παγωτό, εκείνο το τριγωνάκι του Regis σε γεύση πορτοκάλι, καραμέλες…, ακόμη κι ησυχία της τάζαμε. Λέξη δεν παίρναμε από τα χείλη της. Κρατούσε το στόμα της ερμητικά κλειστό, λες και μια διάφανη κολλητική ταινία την εμπόδιζε να μιλήσει. Θυμάμαι, σαν αρχηγός πάντοτε, τάχτηκα να της πάρω το τετράδιο. Ήταν θέμα «τιμής» για μένα. Έπρεπε να μάθουμε τι έγραφε. Άλλοτε, της κλέβαμε το μολύβι κι άλλοτε παίρναμε τον σελιδοδείκτη από το βιβλίο που διάβαζε για να την εκδικηθούμε. Η περιέργεια μας δεν είχε όρια. Ζιζάνια που ήμασταν!
Η διαδικασία της φύτευσης συνεχιζόταν με γέλια, τραγούδια και χαρές. Αψηφούσαμε τη ζέστη και χαιρόμασταν που ήμασταν όλοι μαζί. Εμείς τα παιδιά δεν νιώθαμε ούτε τη ζέστη ούτε την κούραση. Εκλαμβάναμε την όλη διαδικασία σαν ένα παιγνίδι. Και διασκεδάζαμε με την ψυχή μας, μαζί με τον παππού και τα γυναικόπαιδα της οικογένειας. Οι πατέρες έπρεπε να είναι στη δουλειά. Το μεσημέρι, παραδοσιακά, τρώγαμε πλιγούρι με ντομάτες από το μποστάνι κι ελιές μαύρες. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Κι ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό…, τρέχανε τα σάλια μας.
Την ώρα που όλοι τρέχαμε ξελιγωμένοι για φαγητό, η Μαρία τραβούσε μονάχη σε μια γωνιά κι άνοιγε ευλαβικά το τετράδιό της. Έγραφε βιαστικά σαν να την κυνηγούσαν οι λέξεις. Έγραφε, έγραφε, έγραφε, και σταματημό δεν είχε. Ούτε που προλάβαινε να βάλει μια μπουκιά στο στόμα. Προτιμούσε να μείνει νηστική αλλά έγραφε, κι όλο έγραφε. Μπας και φοβόταν μην ξεμείνει από γράμματα; Άραγε, η Αλφαβήτα είχε ημερομηνία λήξης; Αυτές οι απορίες βασάνιζαν τότε το παιδικό, αθώο μυαλουδάκι μου.
Η εργασία συνεχιζόταν για περίπου μία εβδομάδα. Φυτεύαμε και φυτεύαμε κι ήμασταν όλοι σε αναβρασμό. Ο καθένας στο πόστο του. Οι οδηγίες δίνονταν από τον παππού και κανείς δεν τολμούσε να παρακούσει ούτε μιαν οξεία. Ο παππούς δεν θύμωνε. Ωστόσο, τα λόγια του ήταν λιγοστά και σταράτα. Ένα του μόνο βλέμμα ήταν αρκετό. Αυτός ήταν ο κώδικας επικοινωνίας. Οι γονείς μας σέβονταν τον παππού κι εμείς με τη σειρά μας τον σεβόμασταν. Αυτοί ήταν οι κανόνες του παιγνιδιού. Απλοί και ξάστεροι.
Μόνο η Μαρία κάποιες φορές «παράκουε» τους κανόνες. Αποξεχνιόταν με το γράψιμο κι έχανε από την εργασία του φυτέματος. Τη μάθαμε όμως όλοι και δεν την ξεσυνεριζόμασταν. Ακόμη κι ο παππούς έδειχνε κατανόηση.
Εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι του 1974, φυτέψαμε τόσα πολλά καρπούζια που οι γονείς μας αστειευόντουσαν πως θα ταΐζαμε όχι μόνον ολόκληρο το χωριό αλλά και τα τριγύρω. Πολύς καρπός, η χρονιά ήταν πολύ καλή, από τις καλύτερες. Δεν προλάβαμε καν να γευτούμε τους κόπους μας. Θάφτηκαν μαζί με τα όνειρά μας κάτω από τα προχώματα, βομβαρδισμένα και λεηλατημένα από τον εχθρό. Ρουκέτες και μπόμπες έξυναν τον αέρα και θέριζαν τους κόπους, τις ελπίδες, τα όνειρά μας. Προσδοκίες με αριθμό μηδέν.
Το μόνο που απέμεινε άθικτο εκείνη τη μοιραία χρονιά ήταν τα γραπτά της Μαρίας. Η ιστορία του φυτέματος καταγεγραμμένη λεπτό προς λεπτό, καθώς κι άλλες ιστορίες από τη ζωή του χωριού. Ριζικό, κάρμα, μοίρα; Μήπως τελικά η Μαρία δεν ήταν αλαφροΐσκιωτη αλλά ένα αερικό από το υπερπέραν; Άτακτες προβλέψεις… Κάποιος μπορεί να το πει όπως θέλει…
Ο παππούς, αιχμάλωτος. Τα χρόνια πέρασαν. Οι μνήμες, εδώ. Η Μαρία έχει ακόμη το κουράγιο να συλλέγει τα κομμάτια μας. Και τα βάζει όλα με τάξη πάνω στο χαρτί. Κάποια γραπτά έκαναν φτερά και πέταξαν. Σκόρπισαν και χάθηκαν. Η Μαρία έκανε απέλπιδες προσπάθειες να τα συγκρατήσει. Στάθηκε μοιραίο, ακατόρθωτο.

*καρπός αγκαθωτού  θάμνου με σφαιρικό σχήμα, κοκκινοκάστανο χρώμα και γλυκιά γεύση

ΣΡ

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017


Ο Ανδρέας Καρακόκκινος γεννήθηκε στην Κύπρο, στη Μόρφου, που σήμερα είναι στην κατεχόμενη από τους Τούρκους περιοχή. Ζει στη Θεσσαλονίκη από το 1974, όπου σπούδασε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και εργάστηκε στον Τραπεζικό τομέα.
Έχει εκδώσει 2 ποιητικές συλλογές:  Πνοή της άνοιξης (2007) και Λεμονανθοί στο πέλαγο (2013).  Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά σε Ελλάδα και Κύπρο καθώς και στο Διαδίκτυο, όπου διατηρεί blogs και μεταξύ άλλων ανθολογεί ποιητές από Ελλάδα  και Κύπρο.


ΜΕΡΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
I
Σμίξαμε το μεσονύχτι
κάτω απ’ το φέγγος των Πλειάδων
στην άπλα τ’ ουρανού
ανταλλάξαμε φιλιά κι αστέρια
κι ο Αύγουστος μας χαμογέλασε
πίσω απ τα φεγγάρια του

δέσαμε κόμπο στα μαλλιά
τους όρκους της Αφροδίτης
και με το σπαθί του Ωρίωνα
χαράξαμε ένα δικό μας θόλο
του έρωτα το φτερωτό άλογο
να μας χαμογελά τις νύχτες.

II
Το θαμπό πρωινό
του Αυγούστου
αγκαλιάζει νωχελικά
κάτω από ένα σεντόνι σύννεφο
την αγουροξυπνημένη
μοναξιά.
Σε χάρτινα καραβάκια
πολύχρωμες σκέψεις
αφήνονται σε ακύμαντη
θάλασσα.
Αράζουν στα πόδια
της θεάς του έρωτα
και χαράσσουν
στο μαξιλάρι της προσμονής
το φιλί.

III
Κόψανε στη μέση 
τον Αύγουστο 
κι ο έρωτας κύλισε 
καυτή κόκκινη άσφαλτος 
σε χαραγμένους δρόμους. 

Μισός ν’ ανθοβολεί 
από το γέλιο σου 
κι ο άλλος να φουντώνει 
μες στη φωτιά 
από το άγγιγμα σου.

IV
Οι μέρες
κυλάνε γεμάτες
ζεστό Αύγουστο
και θαλασσινό μελτέμι.

Οι στιγμές 
σβήνουν  ξαναναμμένα
κύματα έρωτα
σε άμμο υγρή και λείες πέτρες.

Η  πρωινή αύρα
πάθος αδρόσιστο
φουντώνει Όστρια
σε ερωτευμένες αγκαλιές

Κι οι νύχτες μας μετέωρες
αναζητούν αστερισμό λιμάνι.
(Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό, εκδ. Ένεκεν, Θεσσαλονίκη, 2017)