Δευτέρα 9 Μαΐου 2016



Δεν είμαι ελέφαντας...

Είναι στιγμές που νιώθω τόσο μικρή κι ανήμπορη απέναντί μου, εντελώς αδύναμη. Θέλω να πάρω φόρα και να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Θέλω να πληγώσω τον εαυτό μου, να τον κάνω να ματώσει με την ελπίδα ότι αν δει το αίμα να τρέχει από τα ρουθούνια του θα ταρακουνηθεί και θ’ αντιδράσει. Θα βγάλει στα γρήγορα τα ψηλοτάκουνα στα οποία στέκονται τα πόδια του και τον κάνουν να μοιάζει με ξυλοπόδαρο και θα τρέξει, θα τρέξει μακριά για να σωθεί. Κάθεται στο ασφυκτικό δωμάτιο και υπομένει για πολλά χρόνια. Καρτερικά υπομένει προσδοκώντας την Ανάσταση όπως προσδοκά ο ήλιος την Ανατολή. Μάταια όμως περιμένει, υπομένει, επιμένει… Δεν αλλάζει. Κανείς δεν αλλάζει. Όλοι θέλουν τον εαυτό μου ν’ αλλάξει. Κανείς δεν καταλαβαίνει πως δεν είμαι ελέφαντας. Και καθημερινά πρέπει αυτό να προσπαθώ ν’ αποδείξω, πως δεν είμαι ελέφαντας.
Μου σακάτεψαν τις αντοχές. Μου ρουφήξανε τα όνειρα. Κουράστηκα. Δεν ονειρεύομαι πια. Δεν ελπίζω πια. Δεν ζω. Απλά περιμένω. Περιμένω τον άγγελο να γίνει συνταξιδιώτης μου. Φοβάμαι να ταξιδέψω μόνη. Αυτόν τον φόβο τον έχω από παιδί. Παρότι θέλω πολύ να κάνω αυτό το ταξίδι, προς τα κει που θα βρω αυτούς που μου λείπουν τόσα χρόνια. Αλλά, αν κάτι πάει στραβά και δεν με περιμένουν πια; Αν ακόμη κι αυτοί κουράστηκαν να με περιμένουν;

Κι ένας δυνατός άνεμος, σαν χαστούκι στο μάγουλο με βγάζει από τον λήθαργο και συνέρχομαι, κι ανασκουμπώνομαι και βουτώ τα χέρια μου στη σκάφη με όρεξη και ζυμώνω τη δική μου ζωή με τα δικά μου χέρια…
Σ.Ρ. (08/05/2016)