Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Μπιέρνστιερνε Μαρτίνους Μπιέρνσον (8 Δεκεμβρίου 1832 – 26 Απριλίου 1910)
Νορβηγός συγγραφέας - έγραψε τον εθνικόν ύμνο της Νορβηγίας

*Νόμπελ Λογοτεχνίας 1903

Ο πατέρας

Ο άνθρωπος εκείνος ήταν ο πλουσιότερος και ισχυρότερος της ενορίας. Τον λέγανε Θορντ Οβεράας. Δεν είχε πατήσει ποτέ του στην εκκλησία. Μια μέρα πήγε στο σπίτι του πάστορα και μ’ ύφος περήφανο και σοβαρό του ’πε:
- Η γυναίκα μου γέννησε και θέλω να βαφτίσω το μωρό.
- Ποιο θα ’ναι τ’ όνομά του;
- Φιν, όπως και τ’ όνομα του πατέρα μου.
- Και νουνοί ποιοι θα ’ναι;
Ο Οβεράας είπε τα ονόματά τους κι ο πάστορας τα σημείωσε στο βιβλίο του. Ήτανε από τους φίλους της οικογένειας Οβεράας κι από τους πλουσιότερους της ενορίας.
Όταν τέλειωσε το γράψιμο, ο κληρικός σήκωσε το κεφάλι και ρώτησε:
-Άλλο τίποτα;
Ο κτηματίας κοντοστάθηκε λίγο και έπειτα είπε:
- Θα με ευχαριστούσε, αν το βάφτιζες εσύ.
- Θα γίνει η βάφτιση μέρα γιορτάσιμη;
- Την ερχόμενη Κυριακή, στις δώδεκα το μεσημέρι.
- Πολύ καλά. Τίποτ’ άλλο;
- Τίποτ’ άλλο!
Ο κτηματίας έκανε να φύγει. Τότε ο κληρικός σηκώθηκε και πήγε κοντά του.
- Να σου ζήσει, Θορντ, του ’πε. Ο Θεός, από κει πάνω, σου το στέλνει σαν ευλογία…
Ο Θορντ Οβεράας δεν απάντησε. Έκαμε μια κίνηση σε σημείο αποχαιρετισμού κι έφυγε.
Μια μέρα, έπειτα από δέκα χρόνια, έκανε πάλι την εμφάνισή του στο γραφείο του πάστορα.
- Βλέπω πως στέκεσαι πολύ καλά, Θορντ, του ’πε ο εφημέριος.
- Ναι, γιατί δεν έχω στενοχώριες.
Ο πάστορας δεν απάντησε στην εξήγησή του. Μα έπειτα από λίγο ρώτησε:
- Και τι επιθυμείς απόψε, που ’ρθες στο σπίτι μου;
- Σε θέλω για τον γιο μου, αύριο θα μυρωθεί, μαζί με τ’ άλλα συνομήλικά του παιδιά.
- Α! Είναι πολύ καλό παιδί…
- Έχω σκοπό να μην πληρώσω τον εφημέριο, σαν δεν μάθω τι σειρά θα ’χει ο γιος μου αύριο, που θα πάει στην εκκλησιά.
- Θα ’ναι πρώτος.
- Τότε θα δώσω εκατό φιορίνια στον πάστορα!
- Τίποτ’ άλλο; ρώτησε ο εφημέριος και τον κοίταξε στα μάτια.
- Τίποτ’ άλλο!
Κι ο Θορντ ξανάφυγε.
Οχτώ χρόνια πέρασαν ακόμη, όταν μια μέρα ο πάστορας άκουσε θόρυβο έξω από την πόρτα του. Ερχότανε μια μεγάλη συντροφιά και μπροστά ο Θορντ Οβεράας.
Ο πάστορας μόλις τον είδε τον αναγνώρισε.
- Έρχεσαι κουβαλώντας πολλούς μαζί σου, του ’πε.
- Ήρθα να σου αναγγείλω πως ο γιος μου παντρεύεται. Παίρνει την Κάρεν Στόρλιεν, την κόρη του Γκούνταμαν από ’δω.
Ο κληρικός κοίταξε τον πατέρα της νύφης και του είπε:
- Είναι το πλουσιότερο κορίτσι της ενορίας.
- Έτσι λένε, απάντησε ο κτηματίας.
Ο πάστορας έμεινε για λίγο σκεφτικός. Δεν είπε τίποτα, μα έγραψε τα ονόματα των μελλόνυμφων και των συμπέθερων στο βιβλίο του. Έπειτα έβαλε τους παριστάμενους να υπογράψουνε.
Ο Θορντ Οβεράας απόθεσε τριάντα φιορίνια στο τραπέζι.
- Μόνον δέκα είναι η αμοιβή μου, είπε ο εφημέριος.
- Το ξέρω καλά αυτό, απάντησε ο Θορντ. Μα είναι ο μοναχογιός μου. Και θέλω όλα στον γάμο του να γίνουνε με μεγαλοπρέπεια! Ο πάστορας πήρε τα λεφτά.
- Είναι η τρίτη φορά Θορντ, είπε, που ’ρχεσαι ’δω για τον γιο σου.
- Ναι, μα τώρα πια ξεμπερδεύω με δαύτον και δεν θα με ξαναδείς, απάντησε ο κτηματίας.
Αποχαιρέτησε και βγήκε. Οι άλλοι τον ακολούθησαν αμίλητοι.
Δυο βδομάδες αργότερα ο Θορντ με τον γιο του είχανε βγει περίπατο με τη βάρκα στη λίμνη, για να πάνε στου Στόρλιεν και να κανονίσουνε τις λεπτομέρειες του γάμου. Κωπηλατούσανε και οι δυο τους.
- Αυτό το κουπί δεν είναι καλά βαλμένο, είπε σε μια στιγμή ο γιος.
Και σηκώθηκε να το φτιάξει. Μα η βάρκα τότε έγειρε κατά το μέρος του. Εκείνος άπλωσε τα χέρια του προς τα μπρος, έχασε την ισορροπία κι έπεσε στη λίμνη.
- Πιάσου από το κουπί, του φώναξε ο πατέρας. Και του ’ριξε το κουπί και διεύθυνε τη βάρκα κατά το μέρος που ήτανε ο γιος του. Μα κείνος κούνησε τα χέρια απεγνωσμένα, έριξε μια ικετευτική ματιά στον πατέρα του και χάθηκε στα νερά…
Ο Θορντ δεν τολμούσε να το πιστέψει. Σταμάτησε τη βάρκα, έσκυψε έξω και στάθηκε πάνω από το μέρος που ’χε βουλιάξει ο γιος του…
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες οι χωριανοί βλέπανε τον Θορντ με τη βάρκα να γυρίζει εδώ κι εκεί στη λίμνη, χωρίς να φάει ούτε να κοιμηθεί. Έψαχνε τα νερά, για να βρει το πτώμα του γιου του…
Προς το σούρουπο της τρίτης μέρας, το βρήκε. Το πήρε στις πλάτες, ώς απάνω στον λόφο που ήταν το σπίτι του.
Η χρονιά έφτανε στο τέλος της, όταν μια φθινοπωρινή νύχτα, ο πάστορας άκουσε κάποιον έξω από το σπίτι του, να πασπατεύει την πόρτα για να βρει το πόμολο. Βγήκε, άνοιξε και παραμέρισε για να περάσει ένας ψηλός, αδύνατος και καμπουριασμένος άντρας με κάτασπρα μαλλιά. Τον κοίταζε για πολύ, ώς ότου μπόρεσε να τον γνωρίσει. Ήταν ο Θορντ Οβεράας…
- Γιατί έρχεσαι τέτοια ώρα; τον ρώτησε με ήρεμο τόνο ο εφημέριος.
- Ναι, έρχομαι αργά, απάντησε ο Θορντ.
Και σιγά σιγά πήρε ένα κάθισμα και κάθησε. Ο πάστορας απέναντί του περίμενε. Έγινε σιγή πολλής ώρας. Έπειτα ο Θορντ άρχισε να λέει:
- Έχω μαζί μου κάτι που θα ’θελα να το δώσω στους φτωχούς… Θα ’μουνα ευτυχισμένος να το δώσω στους φτωχούς… Θα ’ναι μια δωρεά, για να μνημονεύεται τ’ όνομα του γιου μου, του Φιν…
Σηκώθηκε, απόθεσε ένα ποσόν στο τραπέζι και ξανακάθησε. Ο πάστορας μέτρησε τα χρήματα.
- Είναι πάρα πολλά, είπε.
- Ναι, η μισή αξία του χτήματος. Το πούλησα σήμερα… Ο πάστορας τον κοίταξε με συμπάθεια.
- Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα, Θορντ;
- Κάτι καλύτερο απ’ ό,τι έκανα πριν.
Μείνανε για λίγο ακίνητοι κι αμίλητοι. Ο Θορντ με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα κι ο εφημέριος με τα δικά του καρφωμένα πάνω στον Θορντ.
Κάποτε ο πάστορας άρχισε να λέει με τόνο μαλακό και στοργικό:
- Μου φαίνεται πως ο γιος σου σ’ έκανε καλύτερο άνθρωπο…
- Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ, απάντησε ο Θορντ, σηκώνοντας τα μάτια, ενώ δυο δάκρυα κυλάγανε στα ζαρωμένα του μάγουλα…