Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016



…Και κάπου εκεί, θα εντάξω τον ήρωά μου. Ντυμένος με παραλλαγή, φορώντας το κράνος του, κάθεται ακουμπισμένος στον τοίχο της πύλης. Το όπλο παραπόδας και το βλέμμα έξω από τα κάγκελα. Θα τον ονομάσω Χρήστο. Αυτό το διάστημα βρίσκεται χωμένος σ’ έναν στρατώνα στον Μεγάλο Πεύκο. Τα χαρακτηριστικά του είναι αδρά. Καστανός, λευκή επιδερμίδα, αρκετά ψηλός. Θα πλέει στα ρούχα του. Η επιθυμία του να μην φύγει μακριά από την Αθήνα τον έκανε να καταταγεί στους αλεξιπτωτιστές. Ο έρωτάς του για την Ανθή είναι υπεύθυνος. Είκοσι δύο αυτός κι εκείνη δεκαοχτώ. Μόλις τελειώνει το σχολείο κα θα σπουδάσει στην Αθήνα. Οι γονείς διαφωνούν για την επιλογή του. Η μητέρα του θα πρέπει να πω πως προσεύχεται μέρα-νύχτα. Θα πρέπει να φωτιστεί ο τραγικός χαρακτήρας της μάνας, σε αντίθεση με αυτόν της Ανθής. Η μια φοβάται για το παιδί της και η άλλη χαίρεται που τον έχει δίπλα της.
Επιταχύνοντας την εξέλιξη θα γίνει αναφορά στο κεντρικό επεισόδιο, κατά τις μέρες  των πτώσεων των αλεξιπτωτιστών. Η περιγραφή σε αυτό το σημείο πρέπει να μεταφέρει συναισθήματα φόβου και δέους. Πρόκειται για τη στιγμή της αλήθειας που περιμένουν όλοι να δουν τελικά, εάν πρόκειται να διαψευστούν οι φόβοι της μάνας και η ανησυχία της Ανθής…

Δημήτρης Λαδικός
Η πτώση (απόσπασμα)
Οδός Δημιουργικής Γραφής
εκδόσεις γραφομηχανή 2015

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016


...Εκεί, στο τέλος του δρόμου, σε μιαν αποστροφή της αναζήτησής μου, αντικρίζω το Café Le Cristal. Μια ορθογώνια κατασκευή από σίδερο και γυαλί, αντανακλά μ’ αυθάδεια τα χρώματα του απόβραδου. Ο ήλιος ξεψυχά απάνω στις μακρόστενες τζαμαρίες του που αντανακλούν την έλευσή μου. Με τις αισθήσεις  μου οξυμένες εισχωρώ στο εσωτερικό του. Κάθε βήμα μετατρέπει τη ραχοκοκαλιά μου σε μίσχο που τρέμει στον άνεμο της προσμονής. Τον αναγνωρίζω. Δεν με κοιτάει μα είμαι βέβαιη. Στέκομαι αμήχανα στο αχνό φως της σάλας, με το βλέμμα μου να χορεύει γύρω του αχόρταγα, σαν νυχτοπεταλούδα που χορεύει γύρω από τις φλόγες, έτοιμη να θυσιάσει τη ζωή της για μία και μόνη στιγμή πάθους. Κάθομαι δίπλα του, σχεδόν τον αγγίζω, νοιώθω τη μυρωδιά του, σχεδόν ακούω την ανάσα του. Δεν μιλά. Γνωρίζει κάθε μου κρυφή σκέψη, έχει διαβάσει κάθε μου πρόθεση.

            Σηκώνεται. Κάτι στο βλέμμα του παιχνιδίζει ελκυστικά σαν υπόσχεση. Έτσι όπως ορθώνει το  μακρύ, μυώδες κορμί  του μέσα στην ομίχλη του κρυφού φωτισμού, μοιάζει σαν  μικρός θεός. Κινείται αποφασιστικά προς την έξοδο. Υπακούω κι ακολουθώ υποταγμένη. Αφήνομαι να με παρασύρει όλο και πιο βαθιά στην περιπλάνηση της ερωτικής προσμονής , ενώ η αγωνία τρυπώνει στο μυαλό μου…

Κατερίνα Παπαδημητρίου
Café Le Cristal (απόσπασμα)
Οδός Δημιουργικής Γραφής
εκδόσεις γραφομηχανή 2015

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016


…Στα κελιά του λαβυρίνθου συναντώ τις στιγμές. Πεθαμένες εκεί βρίσκονται οι στιγμές που με περίμεναν αλλά δεν αξιώθηκα να ζήσω. Ήταν έτοιμες να αποτελέσουν το χαλί του μέλλοντός μου, μα η θεϊκή παρέμβαση που δέχθηκα τις κατατρόπωσε ακαριαία.
Κάποια μέρα, οι περιπλανήσεις μου με οδήγησαν σ’ ένα κελί όπου βρισκόταν μία ξεχωριστή στιγμή ̶ ήταν από τις τελευταίες. Κείτονταν μισοπεθαμένη. Απόρησα. Άρχισα να πιστεύω πως όλες οι στιγμές είχαν γίνει σκόνη. Είχε τη μορφή ενός παλινδρομικού κύματος, το οποίο αιωρούνταν. Έκανα να την αγγίξω, κάηκα, κατέβασα το χέρι μου άμεσα. Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να την ακουμπήσω. Ήταν, όμως, η μόνη, και ίσως η μοναδική, που βρήκα μετά τόσα χρόνια και ήθελα να μου δείξει κάτι. Αδυνατούσα να φανταστώ ότι θα χαθεί αέναα, εξαϋλωμένη. Σύγκλινε συνεχώς προς τα τείχη του λαβυρίνθου˙ ήταν πέτρινα, με αναρριχώμενα φυτά να έχουν περικυκλώσει τις ραβδώσεις τους και να τα κρατούν σφιχτά, μην αφήνοντάς τα να φθαρούν από τον χρόνο.
Δεν είχε όραση, όσφρηση, ακοή, αφή ή γεύση ήταν αισθητικά άδεια˙ ούτε στέρεο σώμα ούτε αέρινο ούτε υγρό. Αποφάσισα μέσα μου, πως μόνο κάτι πνευματικό, που συντελικά και ριζοσπαστικά έπεσε πάνω της, θα μπορούσε να είναι το περίβλημά της...    


Αχιλλέας Τζορμακλιώτης
Κουρσάρος (απόσπασμα) 
Οδός Δημιουργικής Γραφής
εκδόσεις Γραφομηχανή 2015


Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016




...Παρατηρεί την καμπυλωτή γραμμή εκεί όπου φαίνεται πως η θάλασσα ενώνεται με τον ουρανό. Τα μάτια του τσούζουν. Αμέτρητες φοβίες και ανασφάλειες τριβελίζουν το μυαλό του. Ατίθαση φύση. Αδάμαστος. Ένα μυαλό που λειτουργεί όποτε και όπως θέλει… Δεν τον αφορά εάν συμβιβασμός σημαίνει αμοιβαία υποχώρηση. Εάν κατανόηση είναι η επιείκεια λόγω της αντίληψης της ψυχολογικής κατάστασης, της θέσης ή των προβλημάτων ενός άλλου ανθρώπου. Δεν κόπτεται πως κανόνας είναι οτιδήποτε ρυθμίζει με νόμο ή με συνήθεια τη συμπεριφορά είτε τις σχέσεις των ανθρώπων.  
Βυθισμένος σε ατέλειωτους διαλογισμούς. Προσπαθεί να επιτύχει τη δική του εσωτερική αρμονία και γαλήνη, να βάλει τις σκέψεις του σε μια λογική αλληλουχία. Σκοντάφτει. Χάνεται ανάμεσα στην αλυσίδα, στον ειρμό, στον μίτο, στο νήμα και στη σειρά των λογισμών του. Οι καρδιακοί παλμοί αυξάνονται. Θολώνει. «Νιώθει» το πιστόλι στον κρόταφο.

Σε μερικά δευτερόλεπτα συνέρχεται. Προσπαθεί να ηρεμήσει, ν’ αποβάλει αυτή τη μόνιμη φοβία που τον ταλαιπωρεί ανελέητα. Βρίσκεται κοντά στη θάλασσα που λατρεύει. Ας προσπαθήσει να πάρει όλη τη θετική αύρα της. Εξάλλου, μόνο κοντά της αισθάνεται ασφάλεια. Αυτή έχει πάντα την αγκαλιά της ανοιχτή κι απλόχερα του προσφέρει δύναμη κι ό,τι άλλο της ζητήσει...


Στέλλα Ρωτού
Ατενίζοντας τον ορίζοντα (απόσπασμα) 
Οδός Δημιουργικής Γραφής
εκδόσεις Γραφομηχανή 2015

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016


Νικηφόρος Βρεττάκος (Κροκεές Λακωνίας 1 Ιανουαρίου 1912 – Πλουμίτσα 4 Αυγούστου 1991)

Αγαπητέ Νικηφόρε,
πέρασε τόσος καιρός γι' αυτή την ανεπίδοτη επιστολή, που τη φυλάω μισογραμμένη, ακόμη, σε φάκελο με τ' όνομά σου.
Όσο κι αν συνοφρυώνεσαι, στο λέω: Άλλαξαν όλα απ' όταν εσύ έφυγες. Ο κόσμος πάλι πάει ν' αγριέψει, η ειρήνη και η φύση που σημείωνες με πλάγια γράμματα διαρκώς στα χαρτάκια σου ανακατεύονται από αδυναμίες και οικουμενικά μισόλογα, περιέχουν την τρυφή και τη διακωμώδηση της ανθρώπινης αξίας.
Γνώρισες το ψωμί και την καλοσύνη, και καλώς μου απάνταγες ότι αγάπη είναι η κατανόηση του εσωτερικού δράματος. Πού θα βρεις όμως τη δικαίωση δίχως όρια; Γιατί τα κάγκελα, Νικηφόρε μου, συνωθούνται όλο και πιο επιτακτικά τριγύρω μας.
Δεν υπάρχουν "εκλεκτοί". Είναι λιγοστοί οι ημεροδρόμοι του ήλιου για την άμβλυνση του πόνου και του θανάτου, της δικαίωσης και της ελπίδας. Όπως τις παλιές ημέρες με τα όπλα, όταν τριγύρναγες στα διάσελα θολωμένος. Ολόιδιες είναι. Μόνο που τώρα η σιωπή σκοτώνεται από μόνη της…
Πέρασα από την Πλούμιτσα για να στα πω διά ζώσης, να ξεθυμάνω, μα δεν σε βρήκα πουθενά. Τ’ αγριλίδια σου μεγαλώνουν κι άλλο, τα παιδιά έσιαξαν καλά τα καλαντζούκια που κόντευαν να ρημάξουν   ̶ μα τι λεφτά δώσανε  ̶ , ο Αη Γιώργης καθαρίστηκε επιτέλους, τον έβαψαν, κρεμάσανε πάλι την καμπάνα. Και πού να δεις το αλωνάκι: αγνώριστο από τη στρωμένη πέτρα και τους τραγουδιστάδες που απαγκειάζουν στην πεζούλα.
Σε κούρασα με τα πολλά λόγια… Σαν να σε βλέπω, να μου το λες πάλι: Ο αέρας σου είναι φορτωμένος ρυθμούς και γραφές ανεκτέλεστες. Και τα άλλα στοιχεία που διαλλάζονται πάνω σου κάτι παίρνουν κι αυτά από σένα προς πλούτος τους.
Η καρδιά μου πληγωμένη, δεν φαίνεται. Γράφω άτακτους στίχους για να κρύψω την οργή. Τρέχουν τα δάκρυα και το μελάνι στο σημειωματάριο, χωρίς θεό και φίλους.
Εμείς οι ποιητές τον ουρανό πληγώνουμε. Κι ας περιγράφουμε τα μάταια. Σαν τον τζίτζικα που βρίσκει το κλαρί του, κρεμιέται στη σκιά, και λέει, λέει, λέει.

Βασίλης Ρούβαλης
Επιστολές σε Ποιητή 2013