Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Διήγημα: «Στο σκοτεινό δωμάτιο»

Της Στέλλας Ρωτού // *
 Ευχαριστίες στο περιοδικό Fractal για τη δημοσίευση!
f23

Στο ημίφως του δωματίου ακούγονται ψιθυριστά οι ομιλίες. Κάποιες φευγαλέες στιγμές η μια φωνή δυναμώνει κι ύστερα πάλι χάνεται. Λες και μπαίνει ξανά στη σήραγγα κι ακούγεται από το υπερπέραν. Η μεγάλη κυρία καθισμένη στη σκληρή πολυθρόνα μοιάζει με απομίμηση του ίδιου του εαυτού της. Το πρόσωπό της παραμένει ανέκφραστο. Καταπνίγει κάθε μορφασμό για να μην μπορεί το κορίτσι να διαβάσει τις σκέψεις της. Χρωματίζει τη φωνή της και την κάνει ν’ ακούγεται ξέγνοιαστη.
Ύστερα από λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής ξαναρχίζουν. Ο ήχος ακούγεται και πάλι δειλά ξέπνοος κι απόμακρος.
«Ένα…, δύο…, τρία…, τέσσερα…, πέντε…, έξι…, επτά…, οκτώ…, εννέα…, δέκα…».
«Μπράβο, μια χαρά τα κατάφερες. Βλέπεις, μπορείς όταν θέλεις. Οτιδήποτε επιθυμούμε πολύ, πάντοτε γίνεται. Για πάμε πάλι από την αρχή».
«Δεν μπορώ, σου λέω, κουράστηκα».
«Μια μικρή προσπάθεια ακόμη. Δεν την αξίζω αυτή τη μικρή σου προσπάθεια;».
Πνίγει έναν κόμπο που ανεβαίνει στον λαιμό της. Υψώνει τα μάτια προς τα πάνω και χωρίς να βγαίνει άχνα από τα χείλη της ψάχνει για λίγο φως. Αναζητά μια ντροπαλή ηλιαχτίδα για να φωτίσει κατά πρώτο λόγο το κορίτσι. Ωστόσο, κι εκείνη χρειάζεται το φως.
Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να χωρέσει τον ανείπωτο πόνο. Φτωχές οι λέξεις για να τον περιγράψουν. Κι εσύ μπουμπούκι μου, που σου ’χουν ξεριζώσει ανελέητα τον μίσχο… Που δεν πρόλαβες να ολοκληρωθείς… Που σου τσάκισαν τα φτερά χωρίς οίκτο πάνω που ετοιμαζόσουν να τ’ ανοίξεις για να πετάξεις… Δεν πρόλαβες να χαρείς, καρδούλα μου. Πρώτα ο ξαφνικός χαμός της μανούλας σου και τώρα… Κι ο έρμος ο πατέρας σου, σε ποιον ώμο ν’ ακουμπήσει για να βρει ανακούφιση; Πώς να τον αντέξει τόσον πόνο. Είναι να τρελαίνεται κανείς. Ούτε στα παραμύθια ούτε στα πιο εφιαλτικά όνειρα δεν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Ούτε σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Ποια μοίρα σε μοίρανε, μωράκι μου; Τι αμαρτίες ξεπληρώνεις; Μόνο σε μια προηγούμενη ζωή θα μπορούσες να είχες αμαρτήσει, γιατί σε τούτη ’δω δεν πρόλαβες καν να ζήσεις.
Το κορίτσι παραμένει πάντοτε στην ίδια άβολη στάση. Η στάση αυτή δεν αλλάζει μέρες τώρα˙ είτε νυχτώνει είτε ξημερώνει, είτε βρέχει είτε χιονίζει. Τα χεράκια αδυνατισμένα κρατούν και τα δύο μαζί το χέρι της κυρίας. Της το εγκλωβίζουν όπως τη χειροπέδη. Η μεγάλη κυρία κάνει πως θα μετακινήσει λίγο το χέρι της, να το ελευθερώσει, και το σφίξιμο γίνεται πιο δυνατό.
«Έλα μικρή μου, κάνε ακόμη μια προσπάθεια. Δεν θα χρειαστεί να κάνεις πολλές ακόμη τέτοιες προσπάθειες…».
Τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ ακούγεται όπως το εκκρεμές.
«Ένα…, δύο…, τρία…, τέσσερα…».
«Ούτε μέχρι τη μέση δεν έχεις μετρήσει, μην σταματάς. Ή μήπως προσπαθείς να με ξεγελάσεις, ρωτάχαριτολογώντας η μεγάλη κυρία.
Ενώ γίνεται αυτός ο διάλογος, ένα πρόσωπο χαμογελαστό προβάλλει στην πόρτα. «Πώς είναι το κορίτσι μας; Συνεχίζει να μετρά, όπως έχουμε συμφωνήσει; Ή μήπως προσπαθεί και πάλι να μας ξεγελάσει;».
Η μεγάλη κυρία που συνεχίζει να κάθεται στη σκληρή πολυθρόνα, έχει στρογγυλό πρόσωπο, απαλό δέρμα κι είναι πολύ στοργική με το κορίτσι. Παρότι συναισθηματική και ευαίσθητη, διώχνει αστραπιαία οποιοδήποτε συναίσθημα τολμήσει να προβάλει στο πρόσωπό της.
Η κυρία που εμφανίστηκε στην πόρτα έκαν’ ένα νεύμα όλο νόημα στη μεγάλη κυρία κι απομακρύνθηκε.
«Έλα κορίτσι μου γλυκό, ας πάμε πάλι από την αρχή. Και σου θυμίζω πως κάτι που το θέλουμε πολύ, με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, πάντοτε το επιτυγχάνουμε. Η θετική ενέργεια μάς φέρνει τα ποθητά αποτελέσματα».
Το ξέρω πως η ώρα πλησιάζει. Το ξέρω πως η μεγάλη κυρία θα μ’ έχει στην αγκαλιά της αλλά εγώ θα πετάξω. Θέλω να πετάξω, να φύγω μακριά. Όμως φοβάμαι. Αν ήταν εδώ η μανούλα μου θα ένιωθα μεγάλη ανακούφιση. Αν ήταν εδώ να μου κρατούσε το χέρι όπως κάνουν όλες οι άλλες μανούλες. Όλοι αυτοί τριγύρω νομίζουν ότι μπορούν να με ξεγελάσουν. Νομίζουν πως δεν καταλαβαίνω γιατί με βάζουν να μετρώ. Μετρούν τις αναπνοές μου. Επιβεβαιώνουν πως είμαι ακόμη ζωντανή. Μάταια. Πάει καιρός που εγώ πέθανα. Μόνο το σακατεμένο κορμί μου βρίσκεται εδώ. Θέλω να φύγω. Κουράστηκα πια, δεν αντέχω άλλο. Λυπάμαι που αφήνω τον μπαμπά και τον αδελφούλη μου. Σπαράζει η καρδιά μου. Όμως πρέπει να φύγω για να γλιτώσω. Θέλω να πάω στη μαμά μου, στην αγκαλιά της. Δεν πρόλαβα να τη χαρώ τη μανούλα μου. Την αποθύμησα πολύ. Μόνο εκεί θα ηρεμήσω και θα ξεκουραστώ. Για πάντα.
«Δεν μπορώ, δεν σώνω. Θέλω να σου κάνω το χατίρι μα δεν μπορώ, δεν το καταλαβαίνεις; Από το πρωί μ’ έχεις τρελάνει, όλο τα ίδια και τα ίδια», είπε το κορίτσι με εμφανή δυσκολία και έντονα σημάδια κόπωσης.
«Δεν είναι που θέλω να σε βασανίζω παιδί μου, όμως έτσι πρέπει. Άκουσες και μόνη σου τι είπε η κυρία που πέρασε νωρίτερα από ’δω».
«Ένα…, δύο…, τρία…, τέσσερα…, πέντε…, έξι…».
Μπροστά από τα μάτια της μεγάλης κυρίας περνούν οι σκηνές, η μία πίσω από την άλλη. Προς στιγμή, νομίζει πως βρίσκεται καθισμένη αναπαυτικά σε μιαν αίθουσα σινεμά με το χωνάκι με ποπ κορν στα χέρια της. Αυτό κρατά μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Κι η άλλη κυρία εμφανίζεται και πάλι στην πόρτα. Η έκφραση του προσώπου της δεν είναι καθόλου καλή. Ψιθυριστά βγαίνουν οι λέξεις από το στόμα της. Η μεγάλη κυρία κοιτάζει το ρολόι που βρίσκεται στον απέναντι τοίχο. Κάνει τον σταυρό της. «Η δύναμή σου, Θεέ μου, ας βοηθήσει κι εμάς τους αμαρτωλούς». Γυρίζει και κοιτάζει στοργικά το κορίτσι. Βλέμμα θλιμμένο.
«Αν με χρειαστείς, είμαι συνέχεια δίπλα. Πάτησε απλά το κουδούνι», υπενθυμίζει για πολλοστή φορά η κυρία της πόρτας.
Τι θα μπορούσε να χρειαστεί, άραγε; Αισθάνεται ότι λιγοστεύει το οξυγόνο μέσα στο δωμάτιο με το αμυδρό φως, και μαζί του κι ο χρόνος. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Προσπάθησε πολύ, το ξέρει, αλλά το αποτέλεσμα μετράει. Το κορίτσι την κοιτάζει μ’ ένα πρόσωπο όλο βλέμμα. Θέλει να της μιλήσει. Ανοίγει το στόμα μα δεν βγαίνει ο ήχος.
Ξαφνικά, κι ενώ η μεγάλη κυρία θ’ άρχιζε και πάλι τα παρακάλια για το μέτρημα, το κορίτσι την κοιτάζει επίμονα με μάτια που φεγγοβολούν και διαμιάς αρχίζει να μετρά σε έναν έντονο ρυθμό. «Ένα, δύο, τρία, τέσσερα», μέχρι και το δέκα, χωρίς διακοπή. Η μεγάλη κυρία έντρομη προσπαθεί να πατήσει το κουδούνι. Θέλει να φωνάξει μα νιώθει τον κόμπο στον λαιμό της σαν μια βαριά πέτρα που ολοένα μεγαλώνει και την πνίγει. Από το μέτωπό της στάζουν χοντρές σταγόνες ιδρώτα ενώ ένα σύγκρυο διαπερνά το κορμί της.
Η άλλη κυρία, μαζί με δυο-τρία άλλα άτομα, εισβάλλει στο δωμάτιο χωρίς χρονοτριβή. Δεν χρειάστηκε ν’ ακούσουν τον ήχο του κουδουνιού. Παρακολουθούσαν διαρκώς μέσ’ από μια μαυρόασπρη οθόνη και γνώριζαν ανά πάσα στιγμή τι διαδραματιζόταν στο σκοτεινό δωμάτιο. Έβλεπαν τον χρόνο να τελειώνει όπως την άμμο μέσα στην κλεψύδρα. Τα περιθώρια είχαν στενέψει πολύ και δεν υπήρχε περίπτωση επανόρθωσης. Απλούστατα, η οποιαδήποτε αργοπορία άμβλυνε το πρόβλημα.
Τόσα χρόνια δουλεύω εδώ, κι όμως πρώτη φορά συναντώ τέτοια δυστυχία. Όσο κι αν έχω συνηθίσει, μέσ’ από το επάγγελμά μου, ματώνει η καρδιά μου για κάθε ψυχούλα που φεύγει. Ωστόσο, για τούτο εδώ το κορίτσι αισθάνομαι την αδικία να με πνίγει. Ξεσκίζεται κυριολεκτικά η καρδιά μου. Κι αμαρτία μου εξομολογημένη, διερωτώμαι εάν υπάρχει Θεός. Κι αν υπάρχει, τι κάνει, κοιμάται; Δεν βλέπει, δεν ακούει; Αυτός ο δύστυχος ο πατέρας πώς θ’ αντέξει; Και με τι δύναμη θα συνεχίσει να πολεμάει το θεριό; Αφού γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους μας την κατάληξη. Αφού ξέρει πως το θεριό θα νικήσει, πως δεν υπάρχει τρόπος να του ξεφύγουν. Του το έχουν ξεκόψει από την αρχή. Κι όλ’ αυτά που έκαναν στο κορίτσι, πειράματα είναι. Κρίμα κι άδικο. Έλεος!
Αλυσιδωτές σκέψεις τρυπούσαν το μυαλό της μεγάλης κυρίας. Καθόταν εκεί με σταυρωμένα χέρια. Δεν κουνούσε ούτε το μικρό της δακτυλάκι. Δεν έκανε απολύτως τίποτε.
«Μανούλα μου, έρχομαι. Ξεκίνησα από μέρες αλλά αυτές οι κυρίες με κρατούσαν με το ζόρι κοντά τους. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τους ξεφύγω μα με είχαν δεμένη. Πάλεψα πολύ, πόνεσα, μάτωσα. Έχασα όλες μου τις δυνάμεις μα τώρα ξαφνικά, η μεγάλη κυρία που μ’ έχει δεμένη με χειροπέδη αποκοιμήθηκε. Κατάφερα να πάρω το κλειδί και την ξεκλείδωσα. Απελευθερώθηκα. Επιτέλους! Τρέχω, έρχομαι, άνοιξε την αγκαλίτσα σου, μαμά. Αχ, πόσο μου έλειψες όλ’ αυτά τα χρόνια».
Οι δύο κυρίες κοκάλωσαν. Παρέμειναν ακίνητες στις θέσεις τους σαν αγάλματα. Σε πολύ λίγο μια πεταλουδίτσα διαπέρασε το δωμάτιο. Έκανε έναν σχολαστικό γύρο, όρισε τον χώρο, χαμογέλασε στις δύο κυρίες-αγάλματα, τους έκλεισε πονηρά το μάτι στέλνοντάς τους κι ένα φιλί, και χάθηκε.
Η κλεψύδρα έκλεψε τον χρόνο πιο σύντομα απ’ ό,τι αναμενόταν. Φάνηκε πόσο μικρή ήταν η μεγάλη κυρία μπροστά σ’ αυτό που συνέβη. Άφησε να κυλήσουν δυο καυτά δάκρυα κι ανασήκωσε το βλέμμα προς τα πάνω ψάχνοντας απεγνωσμένα για κείνη τη ντροπαλή ηλιαχτίδα. Τη χρειαζόταν για να ζεστάνει τα σωθικά της.
Η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος, όταν πληροφορείται για ένα τραγικό γεγονός που συμβαίνει στη ζωή άλλων ανθρώπων, έξω από το δικό του σπίτι, και δεν τον αφορά άμεσα, για λίγες στιγμές συνετίζεταιεστιάζοντας στο πραγματικό νόημα της ζωής. Αντιλαμβάνεται πόσο σύντομο είν’ αυτό το ταξίδι και βάζει στόχους για να το κάνει όσον το δυνατόν ομορφότερο. Δίνει υποσχέσεις στον εαυτό του, παρότι είναι πεπεισμένος βαθιά μέσα του ότι θα τις αθετήσει άμα τη γεννέσει τους. Αισθάνεται ευχαριστημένος από τη ζωή του και τυχερός έναντι πολλών άλλων ανθρώπων. Χαίρεται γιατί όλη η οικογένειά του είναι υγιείς και προσπαθεί να πείσει και τους γύρω του για τα νοήματα, τα ιδανικά και τις αξίες. Δείχνει να ενδιαφέρεται ποσώς για τα υλικά αγαθά. Άλλα είναι που μετρούν τώρα. Μάλιστα γίνεται ιεροκήρυκας και συμβουλεύει και τους άλλους. Τους στέλνει να κάνουν πού και πού μια βόλτα από το νοσοκομείο να δουν τον πόνο των συνανθρώπων τους που ξεχειλίζει, στο ορφανοτροφείο να δουν τα παιδάκια που αναζητούν καινούργιους γονείς κ.ο.κ. Πόσο καλός ηθοποιός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος! Υποδύεται τέλεια τον ρόλο που στο τέλος καταφέρνει να ξεγελάσει ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του. Κι όλ’ αυτά για λίγες μόνον στιγμές…

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016




Ελένη Βακαλό 
1921 - 9 Οκτωβρίου 2001
Ποιήτρια και κριτικός τέχνης

«Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος»


[Από τη Συλλογή Του κόσμου (1978).]

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας