Τρίτη 14 Ιουνίου 2016



Ευχαριστώ το πολιτιστικό περιοδικό
νέα εποχή (τεύχος 327 / Άνοιξη 2016) που φιλοξενεί το διήγημά μου
Σήμα κινδύνου

Το ταξίδι προς τη λύτρωση ξεκίνησε. Στοιβαγμένοι σ’ ένα σαπιοκάραβο, τριακόσιοι πενήντα άνθρωποι, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά. Κατεύθυνση προς το Αιγαίο. Απ’ εκεί το «εισιτήριο» για την Ευρώπη, για μια καλύτερη ζωή. Δεν θα ήταν άπιαστο όνειρο, πια. Έτσι τους διαβεβαίωσαν οι  έμποροι διακίνησης και εκμετάλλευσης των προσφύγων. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο… Την κακοκαιρία και τη μανία της θάλασσας δεν την είχαν υπολογίσει διόλου. Ο ενθουσιασμός της φυγής και της σωτηρίας τούς «τύφλωσε» ολότελα.

Το κακόμοιρο το κοριτσάκι ανασύρθηκε από τη θάλασσα μελανιασμένο. Αρχικά, οι άντρες του Λιμενικού Σώματος νόμισαν πως το άτυχο κορμάκι ήταν άψυχο. Ωστόσο, ένας εθελοντής επέμενε: του παρασχέθηκαν άμεσα οι πρώτες βοήθειες  ̶  καρδιακές μαλάξεις και τεχνητή αναπνοή.  Ευτυχώς σώθηκε. Φάνηκε πολύ τυχερό έναντι πολλών άλλων παιδιών, που παρότι άπλωσαν τα χέρια εκλιπαρώντας, δεν τα κατάφεραν. Αθώες παιδικές ψυχούλες που τις ρούφηξε ο βυθός της θάλασσας. Μιας θάλασσας που στάθηκε πολύ εχθρική απέναντι σ’ αυτούς τους δύσμοιρους ανθρώπους. Μιας θάλασσας θυμωμένης κι ανταριασμένης που ξέβρασε αμέτρητα κόκκινα σωσίβια.
Το κοριτσάκι άνοιξε δειλά τ’ αθώα παιδικά μάτια του. Κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να διακρίνει οτιδήποτε γνώριμο. Τίποτε όμως, πουθενά. Έβαλε μεμιάς τα κλάματα. Έκλαιγε σπαρακτικά κι απελπισμένα. Γύρευε απεγνωσμένα τη μανούλα του. Στ’ αλήθεια, πόση ανάγκη είχε τη ζεστή αγκαλιά της. Ξανάκλεισε τα μάτια και τα κράτησε πεισματικά κλειστά για πολλή ώρα. «Κρυώνω, πονάω, φοβάμαι το σκοτάδι. Δεν μπορώ ν’ ανοίξω τα μάτια. Δεν θέλω να τ’ ανοίξω. Θέλω τη μαμά μου. Αν ανοίξω τα μάτια και δεν είν’ εδώ η μαμά μου; Θα τα κρατήσω κλειστά. Μέχρι ν’ ακούσω τη φωνή σου μαμά, μέχρι να νιώσω το χέρι σου να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Αλήθεια μαμά, γλυκιά μου μανούλα, θα με γυρίσεις πίσω στο σπίτι μας; Δεν θέλω να μείνω μόνη εδώ. Καλύτερα να μην έχω φαγητό και να έχω εσένα, μαμά. Καλύτερα να με μαλώνεις όταν κάνω αταξίες κι ας μου δίνεις και κανένα χαστούκι πού και πού. Πάντως, να ζω μακριά σου δεν μπορώ. Προτιμώ να πεθάνω. Έλα μανούλα, κράτησέ μου το χέρι. Φοβάμαι, φοβάμαι…». Αυτά σκεφτόταν το κοριτσάκι και συνέχιζε να κλαίει γοερά. Θα μπορούσε να συγκινήσει ακόμη και τις πέτρες.
Εθελοντές και γιατροί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να περιθάλψουν τους επιζώντες.  Δυστυχώς, δεν ήταν πολλοί. Ξεβράζονταν άψυχα κόκκινα σωσίβια. Παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες της εποχής και τη βαριά χιονόπτωση, οι αφίξεις μεταναστών συνεχίζονταν. Το νησί ήταν ντυμένο στα κατάλευκα. Τα κλαδιά των δέντρων μέσα στην άσπρη φορεσιά τους ήταν πανέμορφα. Οι στέγες των σπιτιών, ακόμη και τα καμπαναριά, καλυμμένα από το χιόνι. Τα σχολεία παρέμεναν κλειστά για τρίτη συνεχόμενη ημέρα. Κάποια παιδάκια, αψηφώντας το διαπεραστικό κρύο, προσπαθούσαν να στήσουν έναν χιονάνθρωπο. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Ωστόσο, ο παγωμένος αέρας δυσκόλευε πολύ το έργο διάσωσης των ναυαγών.  Το θέαμα, ανατριχιαστικό. Οι εθελοντές και οι υπάλληλοι του Λιμενικού δεν μπορούσαν να συνηθίσουν την τόση φρίκη. Ήταν απάνθρωπο να χάνονται έτσι άδικα τόσες ανθρώπινες ζωές. Κάτι ουσιαστικό έπρεπε να γίνει επιτέλους…
Ήταν κι αυτοί άνθρωποι όπως όλοι εμείς. Δικαιούνταν να ζουν και να ονειρεύονται όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Δικαιούνταν να έχουν το σπιτικό τους, το ζεστό φαγητό, την ασφάλεια και τη σιγουριά όπως ο καθένας. Ήθελαν κι αυτοί να κάνουν σχέδια για το μέλλον, το δικό τους και των παιδιών τους. Τίποτε παράλογο δεν απαιτούσαν. Ένα κομμάτι γης προσπαθούσαν να πατήσουν, να το κάνουν πατρίδα τους και να ζήσουν ελεύθεροι.
Κουράστηκαν να ζουν κάτω από έναν ουρανό που γινόταν γκρίζος από τους βομβαρδισμούς. Πνίγονταν από την αποπνιχτική μυρωδιά του πολέμου και από τη μαυρίλα του θανάτου. Έλεος!
Εν τω μεταξύ, οι ειδήσεις που κατέφταναν από την αρχαία Παλμύρα ήταν αποκαρδιωτικές. Οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους κατέστρεψαν τον  ναό του Βήλου. Ένα μνημείο που κοσμούσε την πόλη εδώ και 2.000 χρόνια. Όσον κι αν διαβεβαίωναν οι ισλαμιστές ότι δεν θα κατέστρεφαν τα μνημεία παρά την κατάληψη του αρχαιολογικού χώρου της Παλμύρας.
Ωστόσο, η Ευρώπη της αλληλεγγύης αρνείται ν’ ακούσει τις σπαρακτικές κραυγές του μικρού κοριτσιού.  Κωφεύει στις παρακλήσεις του. Εθελοτυφλεί μπροστά στην απελπισία και στο δράμα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Δεν προσφέρει χείρα βοηθείας, παρά μόνον υψώνει τείχη αφήνοντας τους πρόσφυγες απροστάτευτους στον επικίνδυνο διάπλου του πελάγου. Δείξε λίγο έλεος Ευρώπη. Πάψε να φέρεσαι με τόση σκληρότητα.
Το κοριτσάκι ανοιγόκλεισε τα μάτια. Έτσουζαν από την αλμύρα. Για μια στιγμή βλέποντας τη νοσοκόμα μες στην άσπρη στολή της, νόμισε πως ήταν η μανούλα της. «Αχ, σε βρίσκω επιτέλους. Προς στιγμήν πίστεψα πως σ’ είχα χάσει για πάντα. Πως δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ. Πως δεν θα μ’ έκλεινες στην αγκαλιά σου πια».
Η νοσοκόμα αγκάλιασε το κοριτσάκι και μέσ’ από τα δόντια μέμφθηκε τους υπαίτιους. Παρότι, εδώ και πολύ καιρό προσέφερε τις υπηρεσίες της σ’ εκείνο το σημείο, και δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε τέτοια κατάσταση, δεν άντεξε. Όσον κι αν προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμη και να επικεντρωθεί στη δουλειά της, ήταν αδύνατο. Δυο χοντρά δάκρυα ξέφυγαν από τα μάτια της και κύλησαν πάνω στα παιδικά μαγουλάκια…
Το κοριτσάκι δέχτηκε με ανακούφιση τα δάκρυα της νοσοκόμας στο πρόσωπό του. Η ζεστασιά τους την έκανε να νιώσει σιγουριά κι αφέθηκε στα χέρια της μ’ ένα ξαλάφρωμα.  Όσο μικρό κι αν ήταν, δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτά που έζησε από την ώρα που επιβιβάστηκαν σ’ εκείνο το καταραμένο σκάφος. Δεν θα έφευγαν ποτέ από τ’ αυτιά τις οι σπαραγμοί και οι κραυγές απελπισίας των συνταξιδιωτών. Θ’ άκουγε τη μάνα της να φωνάζει απελπισμένα «τα παιδιά μου, σώστε τα παιδιά μου» μέχρι τέλους.
Η νοσοκόμα είχε κι αυτή ένα κοριτσάκι στην ίδια ηλικία. Είχε να το δει πολύ καιρό, αφού ήταν αποσπασμένη και βοηθούσε τους μετανάστες. Το αποθύμησε. Όμως, συναισθανόταν πόσο τυχερό ήταν το παιδί της που ζούσε με τη γιαγιά στην ασφάλεια και στη ζεστασιά του σπιτιού τους. Ανοιγόκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε ευλαβικά το έργο της. Τη συγκεκριμένη στιγμή, εκείνο το κορίτσι που ξέβρασε η θάλασσα, ορφανό κι απροστάτευτο, την είχε απόλυτη ανάγκη. Ήταν θέμα επιβίωσης. «Θεέ μου, πόσο τραγικές είν’ αυτές οι εικόνες. Μάτωσε η ψυχή. Δεν μπορώ άλλο ν’ αντέξω τον ανθρώπινο πόνο. Το καημένο το παιδάκι. Έχασε τους δικούς του κι έμεινε ολότελα μόνο… Ποιος θα του προσφέρει την οικογενειακή θαλπωρή; Τρελαίνομαι στη σκέψη ότι θα μπορούσε σ’ αυτή τη θέση να ήταν το δικό μου παιδί. Αλλά, όχι! Από πού κι ώς πού να τύχαινε αυτό στην Ελενίτσα μου; Θεός φυλάξει. Ας κουνηθώ από τη θέση μου. Νομίζω, η πολλή δουλειά με κάνει να έχω παραισθήσεις». Αυτές οι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της νοσοκόμας και την έκαναν να τρέμει σύγκορμη.
Σώστε τις ψυχές μας. Η ανθρωπότητα στέλλει σήμα κινδύνου. Ξυπνήστε επιτέλους άνθρωποι. Βγείτε από τον λήθαργο. Η αδράνεια και η απάθεια δεν βοηθούν κανέναν. «Κάντε κάτι, κυρία. Δεν μπορεί, κάπου θα βρίσκεται η μανούλα μου. Ψάξτε καλά. Είμαι σίγουρη πως θα τη βρείτε. Δεν γίνεται να μ’ εγκατέλειψε. Πάντοτε μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της και μου έλεγε πως ό,τι κι αν συμβεί, θα είναι δίπλα μου. Εσείς κυρία, έχετε παιδιά; Θα μπορούσατε ποτέ ν’ αφήσετε το κοριτσάκι σας μόνο; Χθες ήταν η σειρά των Σύριων. Αύριο μπορεί να είναι η δική μας. Κάτι πρέπει να κάνουμε άμεσα. Διαφορετικά θα μας ρουφήξει όλους ο βυθός της θάλασσας…