Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019



Μετράω τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες, τις ημέρες  και τις νύχτες, τις εβδομάδες, τους μήνες, τα χρόνια. Μετράω ακατάπαυτα. Η ζωή τρέχει να γλιτώσει από τη μανία μου ενώ εγώ παραμένω  κολλημένος στο καντράν του ρολογιού, στην οθόνη του κινητού, στο ρολόι του υπολογιστή, σε ό,τι μετράει τον χρόνο. Φοβάμαι τις αστραπές και τις βροντές, τις θεομηνίες, φοβάμαι τη μοναξιά, την αβεβαιότητα, την αταξία, το σκοτάδι, τις αρρώστιες, την απώλεια, τον θάνατο. Δεν έχω χρόνο να χαρώ ένα εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα,  να παρακολουθήσω το ταξίδι των σύννεφων, ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα στο δάσος, να χαζέψω το ρυάκι που κυλάει, ν’ ακούσω τον αέρα, να νιώσω τη βροχή να μουσκεύει απαλά το σώμα μου, να αφουγκραστώ τον φλοίσβο των κυμάτων, να μυρίσω τα λουλούδια στον κήπο, να κυνηγήσω πεταλούδες, να ρίξω ψίχουλα για να μαζευτούν τα πουλιά, να παρακολουθήσω τις μέλισσες να μαζεύουν τη γύρη και τα μυρμήγκια να δουλεύουν, να διαβάσω ποίηση, ν’ ακούσω μουσική, να παρακολουθήσω μια ταινία, να ζήσω. Παρακολουθώ το ρολόι που τρέχει και μαζί του παρασέρνει τη ζωή μου.  Κι εγώ, έτσι απλά, δεν προλαβαίνω…
Στέλλα Ρωτού

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019



Της θάλασσας
Ώρες ολόκληρες αγναντεύω το πέλαγος. Παρατηρώ την καμπύλη που ενώνεται με τον ορίζοντα προσπαθώντας να ξεδιαλύνω τις αποχρώσεις σου. Η περιδίνηση του νερού με συνεπαίρνει. Σε αναπνέω μαζί με τα ζώα, τα φυτά και τα κύτταρά σου. Εισπνέω το άρωμά σου αχόρταγα κι ανανεώνομαι. Βυθίζω το βλέμμα μου μες στο βαθύ γαλάζιο σου κι αισθάνομαι να γίνομαι ένα με τις γοργόνες και τα ξωτικά σου. 
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που βυθίζομαι ολόκληρη εντός σου, γαντζώνομαι στα σπλάχνα σου και νιώθω το χάδι σου απαλό στο πρόσωπό μου, σαν μητρική στοργή.
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που η ματιά σου, διερευνητική, βυθίζεται στο βλέμμα μου και διαβάζει εντός μου. Αφουγκράζεσαι τις αγωνίες μου και κάνεις τα πελώρια κύματά σου αγκαλιά για να με προφυλάξεις από τις φοβίες μου.
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που αφήνομαι στο χάδι σου νωχελικά,  αδιαφορώντας για ό,τι συμβαίνει γύρω μου και παρασύρομαι σε ταξίδια ονειρεμένα, σε τόπους μακρινούς, διαφορετικούς, παραδεισένιους.
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που σαν καραβάκι βρίσκω απάγκιο στην αγκαλιά σου και νανουρίζομαι από τον φλοίσβο σου. Αποξεχνιέμαι και τινάζω τις αναμνήσεις  μακριά όπως τα ψίχουλα από το τραπεζομάντηλο.
Κι είναι κι εκείνες οι στιγμές που βλέπω εντός του σκουρόχρωμου γαλάζιου σου, σαν παλλόμενο φως, όλες τις εσωτερικές μου αγωνίες.
Κι εσύ εκεί, σαν βράχος βλέπεις, ακούς κι αισθάνεσαι τη φουρτούνα της ψυχής μου και μ’ έναν μοναδικό τρόπο που μόνο εσύ τον ξέρεις καταλαγιάζεις μέσα μου τον φόβο και την αγωνία του θανάτου.
(Στέλλα Ρωτού)