Σάββατο 13 Αυγούστου 2016



Μέσ’ από την ψυχή μου…

Τετάρτη 14 Αυγούστου 1974. Ο καλοκαιρινός ήλιος δεν έχει προλάβει  να σκεπάσει με τις χρυσές αχτίδες του το άτυχο νησί μας. Οι πληγές ανοιχτές. Το αίμα κυλάει σαν ρυάκι από τους πρόποδες του Πενταδάκτυλου. Οι μάνες κατασπαράζουν τα στήθια.
Μέσα στον στενό διάδρομο δεκατέσσερις άνθρωποι ασφυκτιούν. Από τη σύγχυση το μπιμπερό της μικρής Μαρίας ανοίγει και το γάλα χύνεται όλο στο πάτωμα. Παρά τον τρόμο λέει κλαψουρίζοντας «ετούτοι οι παλιό-Τούρκοι έχυσαν ακόμη και το γάλα μου».
Στέκομαι μες στο δωμάτιο για μερικά δευτερόλεπτα. Ανυπαρξία και απραξία. Βουβαμάρα! Τίποτε δεν κινείται. Βρίσκω τη ψυχραιμία μέσ’ από τα δέκα χρόνια μου. Φορώ ένα φουστάνι που ήταν από χθες ακουμπισμένο πάνω σε μια καρέκλα. Αρπάζω δύο άλμπουμ με τις παιδικές αναμνήσεις και τρέχω προς το αυτοκίνητο. Έξω από το σπίτι είναι σταθμευμένα δύο αυτοκίνητα· ένα μονοκάμπινο διθέσιο κι ένα σαλούν. Δέκα άνθρωποι στοιβαζόμαστε στο σαλούν ̶  η γιαγιά, της μάνας μου η μάνα, ανήμπορη. Σχεδόν δεν αναπνέουμε, αλλά δεν υπάρχει άλλη διέξοδος για να σωθούμε.  Περνούμε έξω από το σπίτι της άλλης γιαγιάς, της μάνας του πατέρα και δεν μπορούμε να σταματήσουμε να την πάρουμε μαζί μας· ούτε μύγα δεν χωράει στο αυτοκίνητο. Μας ακολουθεί το διθέσιο αυτοκίνητο που οδηγεί ο θείος μου. Σταματά και παίρνει τη γιαγιά. Ο παππούς ήδη πιάστηκε από τους Τούρκους εισβολείς στις 20 Ιουλίου, την ημέρα της πρώτης εισβολής. Άγνωστη η τύχη του. Έμεινε πίσω για να φυλάει τα γίδια του. Δεν το ’κανε η καρδιά του να τα παρατήσει νηστικά και διψασμένα.
Καταφέρνουμε να διαφύγουμε και κατευθυνόμαστε προς την πρωτεύουσα. Από ’κει, για μεγαλύτερη ασφάλεια, ανηφορίζουμε προς τον Άγιο Θεόδωρο του Αγρού. Εκεί στοιβαζόμαστε σαν σακιά  ̶ γνωστοί και άγνωστοι ̶  στο Δημοτικό Σχολείο όπου μένουμε για ένα μήνα περίπου. 
Η ιστορία δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε λίγες γραμμές. Έχει δηλητηριάσει τις ζωές μας σαν πικροδάφνη. Το κλάμα δεν μπορεί ν’ απαλύνει τον πόνο.  Ο απολογισμός τραγικός. Ξάδελφος αγνοούμενος  ̶ ήταν είκοσι τεσσάρων χρόνων ̶ , ξεριζωμός, σπαραγμός…
Η μικρή Μαρία που τότε ήταν σχεδόν τριών χρόνων, σήμερα κοντεύει τα σαράντα πέντε. Ωστόσο το παράπονό της για το γάλα που έχει χυθεί, παραμένει νωπό... Στ’ αυτιά της ακόμη αντηχεί το σφυροκόπημα από τους βομβαρδισμούς. Μπροστά από τα μάτια της πετάγονται οι φλόγες από τις φωτιές μέσ’ από τις οποίες τρέχαμε για να σωθούμε.
Σαράντα δύο χρόνια μετά, η μνήμη επιμένει σαδιστικά ν’ ανακαλεί τις εικόνες. Η φωτιά αναβλύζει μεσ’ από την ψυχή.  Τα δάκρυα καυτά περνούν μεσ’ από τις ρυτίδες και η αρμύρα τους αφήνει μια ξηρότητα στο στόμα.
Και κάποιοι έχουν το θράσος να ρωτούν «θυμάσαι ακόμη;».
Θα θυμάμαι μέχρι να κλείσω τα μάτια…


ΣΡ (13/08/2016)

4 σχόλια:

  1. Ναι! Ακριβώς έτσι, Στέλλα μου! Θα θυμάμαι μέχρι να κλείσω τα μάτια...Τον τρόμο από τους βομβαρδισμούς, την αγωνία μέχρι να βρεθούν οι δικοί μου...Να ξεχάσω? Πώς θα μπορούσα? Όλη η ζωή μας καθορίστηκε από αυτά τα γεγονότα. Πόσα χρόνια μετά σε κυνηγούσαν τα αεροπλάνα/εφιάλτες Στέλλα μου? Εγώ θυμάμαι τουλάχιστον μέχρι να τελειώσω το δημοτικό, 6 χρόνια. Κι η μάνα μου να με παίρνει σε μια κυρία κάπου στο Καιμακλί να μου "φκάλει τον φόο μου". Πόσο επηρέασε τη ζωή σου Στέλλα μου, το ό,τι οι γονιοί σου έχασαν τα πάντα? Πόσο επηρέασε τους ίδιους τους γονιούς σου τούτο? Με ποιό καημό έφυγαν γιαγιάδες και παππούδες? Να ξεχάσω? Όσο αναπνέω θα θυμάμαι! Κι όσο θυμάμαι, θα καταριέμαι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έτσι ακριβώς, Μαρία μου. Η ζωή μας γύρισε ανάποδα κι ανεπανόρθωτα. Εγώ έχασα και τον πατέρα μου στα δεκατέσσερα - ήταν μόλις σαράντα επτά χρόνων. Πρώτα θα βγει η ψυχή κι ύστερα θα σβήσει ο καημός.

      Διαγραφή
    2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

      Διαγραφή
    3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

      Διαγραφή