...Έκανε αέναες προσπάθειες γι’ απελευθέρωση. Μάταια. Όλες άκαρπες. Οι ανθοί έπεφταν και τους κατάπινε η γη πριν καν προλάβουν να σχηματίσουν σε καρπούς.Εναλλαγή εικόνων. Ο σκηνοθέτης δίνει ακατάπαυστα οδηγίες. Οι τάφοι ανοίγονται ο ένας δίπλα στον άλλο στοιχισμένοι με μαθηματική ακρίβεια. Ούτε χιλιοστό δεν παρεκκλίνουν. Ανοιχτοί τάφοι να χάσκουν ανάσκελα. Και να περιμένουν τους νεκρούς τους…
Η ξερακιανή φιγούρα γυροφέρνει τους τάφους. Όπως τα
μαύρα κοράκια. Τα μαύρα κοράκια με τα γαμψά νύχια που περιφέρονται για να
τραφούν με τις σάρκες που βρίσκονται σε αποσύνθεση… Ποντικούς, φίδια, έντομα, αυγά μικρών πουλιών,
πτώματα… Που και που ακαταλαβίστικες κραυγές απόγνωσης βγαίνουν από το άσχημο
στόμα της φιγούρας – οπτασίας. Σαράντα δύο χρόνια περιπατά ανάμεσα στους
ανοιχτούς τάφους. Οσμίζεται όπως το λαγωνικό. Η μυρωδιά τής προκαλεί αναγούλα.
Ξερνάει. Επιμένει και συνεχίζει να γυροφέρνει ανάμεσα στους τάφους που χάσκουν
ανάσκελα. Σ’ εκείνους τους τάφους που χρόνια τώρα περιμένουν τους νεκρούς τους.
Ξεσκίζει με μανία τις σουρωμένες σάρκες. Τις γδέρνει. Ίσως θέλει να γίνει ο πρώτος
νεκρός…
Σ.Ρ.
(απόσπασμα από το διήγημα "Η τύχη του χρυσοπράσινου φύλλου...")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου