Οπτασία
Χρόνια τώρα κοιμόμουνα ύπνο βαθύ, όχι όμως μακάριο. Ποτέ δεν είχα κυνηγήσει ουσιαστικά τη
λυγερόκορμη οπτασία. Την σκεφτόμουνα πού
και πού. Την σκεφτόμουνα εντονότερα όταν διάβαζα βιβλία
ψυχανάλυσης. Μα πάλι αφηνόμουν στον
λήθαργό μου. Τη θεωρούσα απόμακρη και ακατάδεκτη.
Και το χειρότερο, δεν πίστευα, ή καλύτερα ήμουνα σίγουρη πως
δεν θα μου έδινε ποτέ την ευκαιρία να την πλησιάσω. Κάποιες φορές ένιωθα έντονα
την απουσία της και την αποζητούσα, κυρίως τα βράδια. Τις ώρες που κάθε νοήμων άνθρωπος, λίγο πριν
έρθει ο Μορφέας να τον πάρει στην αγκαλιά του, κάνει ανασκόπηση της ημέρας που
πέρασε, κάνει την αυτοκριτική του.
Το πάλευα για χρόνια πολλά.
Άλλοτε με μεγάλη ένταση, άλλοτε υποτονικά. Κάποτε κούρνιαζα στη βόλεψή μου κι
αποξεχνιόμουν.
Τότε η λυγερόκορμη οπτασία εμφανιζόταν από μόνη της και με
ταρακουνούσε. Μ’ ένα δυνατό τσίμπημα
κέντριζε την ψυχή μου.
Και ξανά απ’ την αρχή.
Συνομιλούσα μαζί της και την εκλιπαρούσα να μείνει κοντά μου. Όσο κι αν το ήθελε, τα ίδια τα καμώματά μου την διώχνανε μακριά. Ώσπου τελικά
μετά από πολλές και έντονες διενέξεις, τα καταφέραμε και γίναμε δυο πολύ καλές
φίλες. Κι αυτή, νιώθοντας υπερήφανη για μένα, μου κρατά
με στοργή το χέρι.
ΣΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου