Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - Ο ποιητής των θαλασσών
(11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975)

Η μαϊμού του Ινδικού λιμανιού


Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού
δίνοντας μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα
σ’ έναν αράπη, μια μικρήν αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηρία γεμάτα.

Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό
και το ’βγαζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήσει
έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου ’πε ο πουλητής,
ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.

Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη,
μα σαν επέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ώμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός
κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε,
στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή
και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.

Στα πόρτα της αγόραζα μπανάνες και γλυκά
κι έξω με μι’ άλυσο μικρή την έβγαζα δεμένη
κι αφού σ’ όλα καθόμαστε κι επίναμε τα μπαρ,
στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι.

Δε θύμωνε και μου ’δειχνε πολύ πως μ’ αγαπά,
ούτε κακά την άκουσα ποτέ να μου γρυλίσει.
Φαινόταν πως συνήθισε τις κακουχίες κι εμέ,
κι εγώ σαν έναν άνθρωπο την είχα συνηθίσει.

Κάποια φορά που επήγαινα μαζί της σκεφτικός
εξέφυγ’ απ’ τα χέρια μου χαρούμενη και πάει.
Είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: να σιωπάει.
Μα κάτι είχε απ' την ύπουλη καρδιά της γυναικός.





Στέλλα Ρωτού

Η μαϊμού του Ινδικού λιμανιού

«Μια φορά κι έναν καιρό
Ένας ναύτης μοναχός
Διάλεξε για συντροφιά
Μια μαϊμού με τσαχπινιά.»

Αφόρητη μοναξιά πλημμύριζε την ψυχή μου ενώ το καράβι μας πλησίαζε να μπαρκάρει  σ’ ένα μακρινό λιμάνι  του Ινδικού ωκεανού. Αποζητούσα έντονα τη θηλυκή συντροφιά. Κατεβαίνοντας από το καράβι, τράβηξα βιαστικά  για τα μαγαζιά του αγοραίου έρωτα για να εκτονωθώ. Στον δρόμο συνάντησα έναν αράπη με μια μαϊμού.  Δεν έχασα την ευκαιρία και αντάλλαξα τη μεταξωτή γραβάτα μου για τα γκρίζα μάτια της.
Η πονηριά φαινόταν στο σκοτεινό βλέμμα της αλλά  και στον τρόπο που δάγκωνε το χοντρό τσιμπούκι στο στόμα της.  Κάπνιζε αρειμανίως και το έβγαζε μόνον όταν ήθελε να φυσήξει.  Ο πωλητής μου εξήγησε πως ο καπνός ήταν όπιο και η μαϊμού τον συνήθισε από μικρή.
Οι πρώτες ημέρες της κοινής ζωής μας δεν ήταν καθόλου εύκολες. Εγώ είχα την έγνοια της και προσπαθούσα να την κάνω να νιώθει όσο πιο άνετα γινόταν.  Αυτή, αποτραβιόταν πεισματικά σε μια γωνιά της πλώρης δείχνοντάς μου πλήρη αδιαφορία.  Δεν μιλούσε και παρέμενε περίλυπη.  Το κούνημα του καραβιού της προκαλούσε εμετό.  Από τη μια τη λυπόμουνα, από την άλλη δεν ήθελα να την αποχωριστώ.  Σιγά σιγά και με τη δική μου επιμονή άρχισε να συνηθίζει κι εμένα και το καράβι. Εν συνεχεία από μόνη της αποζητούσε απάγκιο στον ώμο μου.
Μέρα με την ημέρα δενόμασταν όλο και πιο πολύ.  Τα βράδια που ήμουνα υπηρεσία στη γέφυρα, στεκόταν πάντα δίπλα μου σαν ακοίμητος φρουρός.  Παρότι κρύωνε, μου κρατούσε συντροφιά προσπαθώντας να παραμείνω ξύπνιος και με πάσα σοβαρότητα κοιτούσαμε μαζί τη ναυτική πυξίδα.
Πάντα μαζί ξεμπαρκάραμε στα διάφορα λιμάνια. Την έβγαζα δεμένη με μια μικρή αλυσίδα για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα τη χάσω.  Και της αγόραζα μπανάνες και γλυκά για τα οποία τρελαινόταν.  Κάναμε τη βόλτα μας κι έπειτα καταλήγαμε να πίνουμε στα μπαρ και να γυρνάμε στο καράβι μεθυσμένοι. Την είχα συνηθίσει τόσο πολύ που δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου μακριά της.
Ήταν παιχνιδιάρα και συμμεριζόταν τις αγωνίες μου. Μου έδειχνε την αγάπη της με κάθε τρόπο. Αν ήταν άνθρωπος, σίγουρα κάποτε θα ξεσπούσε με τις ιδιοτροπίες μου.  Όμως η μαϊμού ανεχόταν ακόμη και το κούνημα του καραβιού για το χατίρι μου. Το γρύλισμά της δεν ήταν καθόλου απειλητικό ενώ το βλέμμα της ήταν στοργικό και χαδιάρικο.
Ωστόσο, μου συμπεριφέρθηκε μπαμπέσικα, όπως όλες οι γυναίκες άλλωστε.  Τηρούσε υπάκουη στάση και σιωπούσε για να κερδίζει την εμπιστοσύνη μου.  Κι όταν μια μέρα ξεμπαρκάροντας από το καράβι, την άφησα να περπατάει δίπλα μου λυτή, άδραξε την ευκαιρία κι έφυγε…
(αντιστροφή του ποιήματος του Νίκου Καββαδία σε πεζό λόγο)

2 σχόλια:

  1. Κτύπησες φλέβα με τον Καββαδία Στέλλα μου. Μακράν από τους αγαπημένους μου ποιητές! Εδώ θα διαφωνήσω λίγο με την «μετάφραση», όχι πως έχει κάτι, αλλά πιστεύω ότι ο καββαδίας πρέπει να ιδωθεί από την σκοπιά που ο ίδιος ήθελε να δώσει, την δύσκολη ναυτική ζωή με τους ακόμα πιο δύσκολους και δυσνόητους ναυτικούς όρους αναγκάζοντας τον μελετητή να ενδιατρίψει στην δική του γλώσσα… την δική του ψυχή που ήταν ένα με την θάλασσα! Δεν πρέπει αυτές οι υπέροχες ναυτικές λέξεις και όροι που χρησιμοποιεί να «πεζοποιηθούν», αν μου επιτρέπετε ο όρος. Όταν το 1954 εκδόθηκε η «Βάρδια», οι φιλόλογοι, όπως και με το Μαραμπού, δυσκολεύονται να την κατατάξουν τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και της ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας όσο και του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό διήγημα, νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο. Ακριβώς αυτός ο ιδιωματισμός είναι που κάνει τον Καββαδία ξεχωριστό!
    Ο καββαδίας διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων - άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό.

    Φώτης Εμμανουήλ Ασπρο-Μαύρο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φώτο μου δεν διαφωνώ με τα γραφόμενά σου, αντίθετα χαίρομαι πολύ που ασχολήθηκες "μαζί" μου. Η αντιστροφή του ποιήματος έγινε στα πλαίσια άσκησης στα μαθήματα Δημιουργικής Γραφής που παρακολουθώ.

      Διαγραφή