Η Ευδοκία
Ήθελα να την ζωγραφίσω την Ευδοκία.
Πίστευα πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα να τη νικήσω ευκολότερα. Κάτω από
έναν καταγάλανο ουρανό με τις χρυσές
αχτίδες του ήλιου να φωτίζουν το σκοτεινό πρόσωπό της. Έμοιαζε περισσότερο με την κακιά μάγισσα.
Καμπουρωτή μύτη, σγουρά μαλλιά γεμάτα κόμπους, πρόσωπο φακιδιασμένο με το
μπροστινό δόντι κατάμαυρο. Κορμί ασύμμετρο. Το όλο παρουσιαστικό της μπορούσε να φοβίσει ακόμη και τους δαίμονες.
Δυστυχώς για μένα, πιότερο άσχημη, ήταν η ψυχή της Ευδοκίας. Μαύρη σαν πίσσα.
Όσον
κι αν την έδιωχνα, αυτή κολλημένη σαν βδέλλα απάνω μου. Της γυρνούσα την πλάτη,
δεν της έδινα καμιά σημασία, δεν ήθελα με τίποτα ν’ ασχολούμαι μαζί της. Αυτή
όμως πάντα δίπλα μου. Κάποτε προπορευόταν, κάποτε με ακολουθούσε.
Τα περσινά μου γενέθλια ήθελε σώνει και
καλά να τα περάσει μαζί μου. Προσπάθησα ευγενικά να την ξεφορτωθώ αλλά αυτή δεν
καταλάβαινε τίποτε. Κι αυτή η επιμονή και το πείσμα της, μου έσπαζαν τα νεύρα.
Η μέρα πέρασε χωρίς να μπορέσω να την απολαύσω - και τι απόλαυση θα μπορούσα να έχω με την
Ευδοκία να με συντροφεύει; Πήγαινα από το ένα δωμάτιο στο άλλο, γυρόφερνα στον
χώρο σαν την άδικη κατάρα, προσπαθώντας να ηρεμήσω, ν’ ασχοληθώ με κάτι
ευχάριστο για να μπορέσω να ξεχάσω την παρουσία της. Δεν με άφηνε για κανέναν
λόγο.
Κάθε φορά που άρχιζα ν’ ασχολούμαι με
κάτι δημιουργικό, κάτι που απασχολούσε
είτε τα χέρια μου είτε το μυαλό μου, δεν με άφηνε να το χαρώ για πολύ. Εκεί που πίστευα ότι τελικά εξαφανίστηκε, ότι
αποδήμησε εις Κύριον, να την και πάλι μπροστά μου, πιο άσχημη και πιο κακιά.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Το σπίτι
στολισμένο και ολόφωτο. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο επιβλητικό δέσποζε στον
χώρο. Το κάθε τι τακτοποιημένο με περισσή επιμέλεια. Τα τραπέζια στρωμένα
γιορτινά. Μέχρι και ασημένια αστεράκια και καρδούλες σκόρπισα πάνω στα
τραπεζομάντηλα για να δένουν με το σύνολο της διακόσμησης. Ο μπουφές γεμάτος με
λογής λογής λειχουδιές. Έπρεπε να υποδεχτούμε τον καινούργιο χρόνο μεγαλοπρεπώς
όπως το απαιτούσε η περίσταση. Τα ποτά στο μπαρ, μπόλικος πάγος, ποτήρια όλων
των ειδών και οι σαμπάνιες καλά παγωμένες. Δεν υπήρχε περίπτωση να υποδεχθούμε
τον καινούριο χρόνο χωρίς ένα ποτήρι σαμπάνια. Για να δένω με το σύνολο, έβαλα
τα καλά μου ρούχα, αγορασμένα από το Παρίσι, μακιγιαρίστηκα όσο καλύτερα
μπορούσα, αρωματίστηκα και φόρεσα το πιο γλυκό μου χαμόγελο. Έβαλα ένα ποτό και με την κατάλληλη μουσική
περίμενα τους καλεσμένους μας. Αλίμονο
όμως! Πρώτη και καλύτερη κατέφθασε η
Ευδοκία. Στολισμένη και
περιποιημένη. Μόλις την είδα
ξαφνιάστηκα. Το μακιγιάζ κάλυψε
επιμελώς τις φακίδες της και τα ρούχα
της παρέπεμπαν σε μιαν άλλη εποχή.
Θύμωσα πολύ. Με τι θράσος
εμφανίστηκε και πάλι στο σπίτι μου απρόσκλητα μια τέτοια βραδιά; Και το χειρότερο είναι να βρίσκεσαι
ανάμεσα σε κόσμο, ανάμεσα σε δικούς σου ανθρώπους και να εξαρτάσαι από
τη συντροφιά της Ευδοκίας. Προσπάθησα,
αυτή τη φορά, βίαια να την διώξω. Μα κι
αυτή επιτέλους να μην έχει ίχνος ντροπής!
Έλεος! Ακόμη κι αυτή τη βραδιά να
με κρατά δέσμια και να μην με αφήνει να ξεδώσω; Ήθελα κι εγώ να ξεχαστώ, να πιω
τα ποτά μου, να διασκεδάσω, να γελάσω
και να νιώσω έστω και για λίγο ελεύθερη.
Μετά κι απ’ αυτό πήρα την μεγάλη
απόφαση: Θα την πολεμούσα μέχρι να την εξοντώσω. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο. Οι δυνάμεις μου
μπροστά στις δικές της, πενιχρές. Και το πείσμα μου σχεδόν ανύπαρκτο. Όμως όσο εγώ την έδιωχνα, άλλο τόσο το γινάτι της
μεγάλωνε και δεν μπορούσα με τίποτα να την ξεβολέψω.
Κάτι ουσιαστικό έπρεπε να κάνω. Δεν
ήταν κατάσταση αυτή. Βήμα μου και βήμα της όπως τον στενό κορσέ. Με τι τρόπο,
με ποια μέσα; Αποφάσισα ότι έπρεπε ν’ αλλάξω τρόπο ζωής. Ωστόσο ένιωθα ευάλωτη και δεν θα μπορούσα να
τα καταφέρω μόνη μου. Κι επιτέλους το μυαλό μου λειτούργησε σωστά και ζήτησα τη
βοήθεια του Αχιλλέα. Και τελικά, κατάλαβα ότι δεν ήταν ακατόρθωτο αυτό που επιθυμούσα
να χαρίσω στον εαυτό μου.
Με την καθοδήγηση και την υπομονή του
Αχιλλέα κατάφερα να δω πράγματα που τόσον καιρό ήταν μπροστά στα μάτια μου και
δεν το αντιλαμβανόμουν. Άρχισα ν’ αγνοώ
την ενοχλητική παρουσία της Ευδοκίας, έστω κι αν παρέμενε προσκολλημένη
πάνω μου προσπαθώντας να με παραπλανήσει. Έμαθα ν’ αντιμετωπίζω τον εαυτό μου διαφορετικά
και όπως του άξιζε. Ξεπέρασα τις εμμονές
μου κι έγινα πιο αυτόνομη. Άρχισα να χειρίζομαι τις καταστάσεις με επάρκεια, να
φροντίζω περισσότερο τον εαυτό μου και να του αποδίδω τη μέγιστη σημασία. Βέβαια, όλα αυτά δεν ήταν εύκολα. Εκεί που δυνάμωνα κι ένιωθα πως ήταν πλέον η ώρα
να δώσω μια δυνατή κλωτσιά στην Ευδοκία και να την πετάξω μακριά, ένα χέρι πάλι
με τραβούσε προς τα κάτω. Δεν παραιτήθηκα όμως, και κάθε φορά από μια τέτοια
μάχη έβγαινα πιο δυνατή.
Ώσπου στο τέλος, συμφιλιώθηκα πλήρως με
τον εαυτό μου. Μόνη, μόνη, μόνη. Αισθάνθηκα μέσα μου τόση θέληση για ζωή που η Ευδοκία
δεν μπόρεσε να την αντέξει. Πέθανε…
ΣΡ (2015)
ΣΡ (2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου