Ηχοχρώματα
Συνήθως
οι φυσιολογικοί άνθρωποι έχουν τη μια από τις πέντε αισθήσεις πιο ανεπτυγμένη. Κι
ακόμη, οι άνθρωποι που εκ γενετής στερούνται μία των βασικών αισθήσεων, όπως η
όραση ή η ακοή, μια από τις άλλες τους αισθήσεις υπερισχύει. Επιπλέον, όλοι μας έχουμε και την «έκτη αίσθηση» που μας βοηθά να
συναισθανόμαστε την άμεση μελλοντική έκβαση ενός γεγονότος. Βέβαια, μερικές
φορές, αυτήν την αίσθηση, δεν την «εκμεταλλευόμαστε» σωστά. Ωστόσο αυτό είναι
μια άλλη ιστορία με την οποία δεν θ’ ασχοληθούμε επί του παρόντος.
Έτσι λοιπόν κι εγώ,
σαν ένας συνηθισμένος ανθρωπάκος, από τις πέντε αισθήσεις, είχα την ακοή ενός
άγριου ζώου και την όσφρηση τον πιο αδύναμο κρίκο, σχεδόν ανύπαρκτη.
Ωστόσο, επειδή όλα τα πράγματα στη ζωή μας τα
θεωρούμε δεδομένα και δεν πιστεύουμε ποτέ πως κάτι μπορεί ν’ αλλοιωθεί, δεν
δίνουμε την απαραίτητη σημασία σ’ αυτά που μας έχουν χαριστεί. Και είτε τα
σπαταλάμε είτε τα καταστρέφουμε. Δηλαδή, αυτοκαταστρεφόμαστε.
Από μικρός καυχιόμουνα ότι μπορούσα ν’ ακούω… ακόμη
και την αναπνοή της μύγας! Μπορούσα να διακρίνω τους μουσικούς ήχους με
ακρίβεια, είχα δηλαδή μουσική αντίληψη˙ μουσικό αυτί στην καθομιλουμένη. Έτσι λοιπόν, εξασκούσα τις αντοχές των ώτων μου
πιστεύοντας πως δεν θα με πρόδιδαν ποτέ.
Έφηβος, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, λάτρευα
τη ροκ μουσική κι άκουγα ασταμάτητα τον Παπακωνσταντίνου και τον Πορτοκάλογλου.
Ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας με μάγευε και πάντα απολάμβανα τη μουσική στη διαπασών.
Η μάνα μου, από φύση της πολύ διακριτικός άνθρωπος, δεν άντεχε ωστόσο την
ένταση, και κάθε λίγο και λιγάκι φώναζε: «θα κουφαθείς παιδάκι μου, χαμήλωσε
την ένταση». Κι εγώ, χαμήλωνα για πολύ λίγο τη μουσική και σε λίγα λεπτά πάλι
απ’ την αρχή. Κι η δόλια μάνα να ξελαρυγγίζεται για να την ακούσω: «Πρόσεξε τ’
αυτιά σου παιδάκι μου, η ένταση θα σου σπάσει τα τύμπανα και δεν θ’ ακούς. Και
τότε θα πρέπει να διακόψεις και τα μαθήματα κιθάρας. Κρίμα δεν είναι; Τέτοιο
ταλέντο να πάει χαμένο!». Κι εγώ χασκογελώντας της απαντούσα: «Καλέ μαμά, ο
Μπετόβεν ‒ίσως ο μεγαλύτερος συνθέτης
όλων των εποχών ̶ κουφάθηκε από τα είκοσι έξι του και συνέχισε
να συνθέτει μέχρι τα πενήντα του. Εξάλλου, την ΕΝΑΤΗ συμφωνία την έγραψε ενώ ήταν εντελώς κωφός».
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η καλή
του μέρα…
Η χρόνια ένταση της μουσικής, η εξωφρενική εναλλαγή
των ήχων στην τηλεόραση, οι κόρνες των αυτοκινήτων κι ένα σωρό άλλοι θόρυβοι
έκαναν τα φημισμένα ώτα μου να μην αντιδρούν˙ να δείχνουν πλήρη αδιαφορία
απέναντι στα διάφορα ερεθίσματα.
Τότε ήταν που άρχισα ν’ αξιολογώ τις αλλεπάλληλες
συμβουλές της μάνας μου που τόσα χρόνια τις άφηνα να πέφτουν με πάταγο στο
κενό. Τότε αντιλήφθηκα ότι τ’ αυτιά δεν είναι παιγνίδι αλλά είναι τα όργανα της
ακοής που μεταφέρουν τα ηχητικά κύματα από το κανάλι του αυτιού στο τύμπανό και
από κει στον εγκέφαλο. Όταν πλέον τα δικά μου αυτιά δεν είχαν αυτή τη
δυνατότητα…
Πανικοβλήθηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω και πού ν’
απευθυνθώ. Ήθελα πάση θυσία την ακοή μου πίσω. Θα την αντάλλαζα ακόμη και με
την όρασή μου. Φτάνει να τα κατάφερνα και πάλι ν’ ακούω καλά. Τι σου έφταιξα
Θεέ μου και με τιμωρείς μ’ αυτόν τον τρόπο!
Επισκέφτηκα τους καλύτερους ωτορινολαρυγγολόγους
της χώρας. Η διάγνωση πάντα η ίδια˙ νευροαισθητήριος βαρηκοΐα. Προκαλείται
κυρίως από υπέρμετρους θορύβους και το αυτί αδυνατεί να συλλάβει τις δονήσεις ή
έστω κι αν τις συλλάβει, αδυνατεί να τις στείλει στον εγκέφαλο. Η απογοήτευσή
μου, μεγάλη.
Έψαξα παντού. Όργωσα κυριολεκτικά το Διαδίκτυο κι
εντόπισα τα πιο σύγχρονα κι εξειδικευμένα κέντρα ωτορινολαρυγγολογίας στον
κόσμο. Ξόδεψα πολύ χρόνο και χρήμα. Εξετάσεις, τυμπανογραφήματα,
ακουογραφήματα, εγκεφαλογραφήματα. Η
διάγνωση παντού η ίδια, το ίδιο αποκαρδιωτική. Ούτε με φαρμακευτική αγωγή ούτε
με επέμβαση μπορεί ν’ ανακτηθεί η ακοή μου. Κι όσο μεγαλώνω, άλλο τόσο θα
μειώνεται μέχρι να μείνω εντελώς κωφός. Πώς
θα συνεχίσω να ζω; Πώς θα συνεχίσω να γράφω και να παίζω μουσική που είναι
πλέον το επάγγελμά μου κι όχι το χόμπι των εφηβικών μου χρόνων;
Τα επόμενα τρία χρόνια μετά τη διάγνωση, σταμάτησα
κυριολεκτικά να ζω. Κλείστηκα στο σπίτι μου και δεν ήθελα να βλέπω κανέναν.
Ακόμη και τη σύζυγο και τα παιδιά μου τους απομάκρυνα από κοντά μου. Ήθελα να
είμαι μόνος και να κλαίω τη μοίρα μου. Το ήξερα, κι ενδόμυχα το παραδεχόμουν
πως το φταίξιμο για την κατάντια μου ήταν εξ ολοκλήρου δικό μου. Κανείς άλλος
δεν ευθύνεται για την κώφωση μου, παρά μόνον εγώ και η απερισκεψία μου.
Σ’ αυτά τα τρία χρόνια, το μόνο που δεν σταμάτησα
να κάνω, ήταν να παίζω την κιθάρα μου και να γράφω. Κι αυτό με κράτησε ζωντανό.
Οπότε, μιαν καλή ημέρα, ξύπνησα όλος χαρά και διάθεση και δήλωσα μεγαλοφώνως «το
αποφάσισα, θα γίνω ο Μπετόβεν ο Β’. Και σε μερικά χρόνια θα γράφει η ιστορία
για τον συνθέτη της ροκ μουσικής που ενώ ήταν κωφός μεγαλουργούσε». Κι όλο αυτό
μου έδωσε φτερά! (Στέλλα Ρωτού)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου