Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018




ΜΑΙΝΑΔΕΣ ΤΟΥ ΚΗΦΙΣΟΥ 
Συγγραφέας: Ελένη Στασινού
Εκδόσεις: Γκοβόστη 2018

Περίληψη από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Στα παρόχθια του ποταμού μια παρέα αθώων κοριτσιών που αυτοαποκαλούνται «Μαινάδες του Κηφισού», επιδίδεται σε εφηβικά γυμνάσματα.
Πόσο ένοχες θα είναι καταστρέφοντας ένα παράνομο φορτίο αλατιού;
Από πού έλκει τη δύναμή του το Αλάτι, ώστε να τιμωρείται όποιος ασχημονεί εις βάρος του, όποιος δεν μετρά και δεν υπολογίζει την αρχέγονη δύναμή του, όποιος δεν σέβεται τη θέση του στην αλυσίδα της ζωής μας και της ζωής πέραν της ζωής; Υπάρχουν δυνάμεις –όπως η αγάπη και η φιλία– που να δύνανται να αναχαιτίσουν την απονομή αυτής της ανώτατης δικαιοσύνης;
Ή η αρχαία του μνήμη διαχέεται στις γενιές καθορίζοντας συμπεριφορές και πεπρωμένα;
Υπάρχει θάνατος που μπορεί να χαρακτηρισθεί «κομψοτέχνημα»;
Να είναι αλήθεια πως ο έρωτας μπορεί να ζωντανέψει ένα νεκρό σώμα;
Ότι οι άνθρωποι δύνανται να περπατήσουν στο νερό; Τα παραμύθια του αλατιού που λέγονται στις Αλυκές τις νύχτες της ξεκούρασης, τι ρόλο μπορεί να παίξουν στις ζωές των πρωταγωνιστών; Μπορεί το αλάτι με κάποιον ανεξήγητο τρόπο να προκαθορίσει τη μοίρα των ηρώων μας, μπορεί να βοηθήσει σε αυτοκάθαρση η κάθαρση μέσω τιμωρίας;
Αγγίζει την εποχή μας η πεποίθηση της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων, που καθοριζόταν από το σχήμα βρις - τη – νέμεσις - τίσις;
Είναι τελικά το δαιμονοποιημένο στοιχείο της ατυχίας ή μήπως έχει την υπερφυσική δύναμη που πίστευαν οι Αλχημιστές, οι μάγοι, και οι σοφοί;
Σε μια χώρα που η ανθρώπινη γλώσσα ελάχιστα περιέγραψε, τη χώρα του αλατιού, όλα είναι δυνατά. Και καθώς η ιστορία των νυχτερινών παραμυθιών με το «τρόπαιο» που θα δοθεί στον άριστο αφηγητή θα επαναλαμβάνεται, θα αναρωτηθούμε πόσο τέλειος είναι αυτός ο κόσμος που πάντα θα ολοκληρώνει σε κύκλους αρχετυπικούς το καθετί που δείχνει τυχαίο.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
[…]
Όταν έγινε το ατύχημα, ακόμα ήταν με ψηλό πυρετό. Ήταν μικρή για να περάσει από τους ασχημάτιστους ώμους της το βάρος του γεγονότος. Το έζησε από τις απουσίες, από λέξεις σπασμένες, από τα μαύρα χρώματα που επικράτησαν παντού, από τους σκεπασμένους καθρέφτες   ̶̶   ποτέ δεν κατάλαβε γιατί εμπόδισαν το φως του ήλιου να αντανακλάται τόσο όμορφα μέσα τους, ποτέ δεν κατάλαβε γιατί σκοτείνιασε το σπίτι τόσο πολύ και για τόσο μεγάλο διάστημα, ποτέ δεν κατάλαβε γιατί της φόρεσαν ένα μαύρο ριχτό φόρεμα σαν σάβανο μέχρι που επενέβη η θεία Αθηνά. «Τι σας χρωστάει μικρό κορίτσι να το παρασύρετε στο δικό σας χάος» έτσι είχε πει και την πήρε και της έραψε ένα σωρό φορέματα χρωματιστά όλα και φεγγερά, είχε μεγαλώσει και τόσο πολύ σε λίγους μήνες μέσα.
[…]
Δεν θυμάται πόση ώρα κάθισε κοιτάζοντας  ̶ μπορεί και όλη τη νύχτα ̶  για να καταλάβει τελικά ένα πράγμα: πως ο καθένας είχε μια ζωή που εκείνη ποτέ δεν θα γνώριζε. Πως ο καθένας ένιωθε πράγματα τα οποία αυτή ποτέ δεν θα μάθαινε και δεν θα μοιραζόταν. Πως ο καθένας ζούσε σε μια μοναξιά απ’ όπου κανένας δεν θα μπορούσε να τον βγάλει.
[…]
«Το αλάτι γνωρίζει πως ένα οργισμένο κορίτσι και τρία απερίσκεπτα συμφώνησαν, πέσανε επάνω του και το κατέστρεψαν. Γνωρίζει πως ποτέ μόνο του όσο οργισμένο κι αν ήταν το ένα κορίτσι, δεν θα κατάφερνε να κάνει κάτι τέτοιο κακό. Το μεγάλο κακό γίνεται με μεγάλη συνεργασία. Όμως σας λέω τούτο. Όσο είσαστε ενωμένες, όσο είμαστε πιστές η μία στην άλλη, αυτή η ένωση, αυτή η αγάπη, θα έρθει αντιμέτωπη με τη δύναμη του αλατιού και θα την νικήσει. Αν όμως σπάσουμε, τότε το αλάτι θα αποδώσει τη δικαιοσύνη του, γιατί η δύναμή του είναι φτιαγμένη από χρόνια, δάκρυα και θυσίες. Και γι’ αυτό δεν συγχωρεί τους ασεβείς. Τώρα δεν καταλαβαίνετε, μα ας μην χρειαστεί ποτέ να καταλάβετε».
[…]
18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ όταν ο Δήμος Δραγούνης  ̶  όπως και κάθε άνθρωπος ̶  κατάλαβε πως δεν μπορούσες να ξεφύγεις απ’ όλα. Με λίγη τύχη, η βροχή και το κρύο κρατιόντουσαν μακριά. Με λίγη ελπίδα, ο φόβος κούρνιαζε σε αφώτιστα. Με λίγη δουλειά, κλεψιά, πονηριά, φαντασία, η πείνα κατευναζόταν. Με λίγη ειρωνεία ο πόλεμος σε απεχθανόταν. Και με έρωτα, σε απόφευγε ακόμα κι ο θάνατος.
[…]
Απλώνουν τα χέρια και κρατιούνται η μια από την άλλη. Σκυμμένες να μην πέσει λέξη στο χώμα ή στα νερά που τρέχουν δίπλα τους και χάσουν οι λέξεις το μυστήριο χρώμα που η Διδώ ξέρει να τις βάφει.
«Κάθε σπίτι, λοιπόν, έχει ένα μπαούλο που μέσα του κρύβουν οι νοικοκυραίοι μια μυστική ζωή. Μια ζωή άλλη από εκείνη που φαίνεται και την αντιλαμβάνονται όλοι».
[…]
«Εμείς ποτέ δεν θα χωρίσουμε.. Μαζί γεννηθήκαμε, μαζί μεγαλώνουμε, μαζί θα πεθάνουμε», έει η Κάτια.
Η Βιργινία σκέφτεται πως πολύ τελεσίδικο της ακούγεται κάτι τέτοιο. Δεν της αρέσει. Σε καθετί που έβαζε ένα όριο, της δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφυξίας. Ήθελε στα πάντα να υπάρχει κίνηση, ροή, όλα να μοιάζουν με ορίζοντας που δεν πλησιάζεται. Σαν τις ερωτήσεις που δεν τελειώνανε και τις απαντήσεις που έψαχνες και δυσκολευόσουν να δώσεις.
[…]
«Όσα έρχονται και δεν τα φέρνουμε εμείς, αντέχονται. Όταν ευθύνονται άλλοι δηλαδή, είτε άνθρωποι είτε θεός, είτε η φύση, ευκολότερα τα αντέχουμε. Μόνο αν είμαστε εμείς υπεύθυνοι για το κακό, αυτό ναι δεν αντέχεται».
«Δεν το καταλαβαίνω. Δηλαδή καλύτερα να είμαστε παθόντες, αυτό λες:»
«Λέω πως αυτός που έχει αδικηθεί έστω και πικραμένος, μπορεί να κοιμηθεί. Μα αυτός που ευθύνεται για κακό, περνάει θηλιά στο λαιμό του κι όπου πάει κι ό,τι και να κάνει, να ησυχάσει δεν μπορεί. Αυτό λέω και τίποτε άλλο».

[…]
«Υπάρχουν ειδών ειδών θάνατοι, κοκόνα μου. Κι ο Σκλιάς φεύγοντας καταδίκασε σε θάνατο γυναίκα και παιδιά. Πώς τους καταδίκασε, ρωτάς; Τους έσβησε σαν να μην είχαν αξία. Πεθαίνει και με αυτόν τον τρόπο ένας άνθρωπος, όχι μόνο από πείνα ή μαχαίρι. Κι αυτός ο θάνατος κρατεί και περσότερο, κοκόνα μου. Γίνεται μαρτύριο. Ξέρεις τι είναι να σου στερούν την ύπαρξη; Ποτέ να μην το μάθεις».
«Δεν σου στερούν τη ζωή μόνο με τον θάνατο που ξέρουμε, γιαγιά:»
«Όχι, κοκόνα μου. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο κορμί. Είναι και ψυχή και πνεύμα. Μπορεί κάποιος να σου σκοτώσει αυτά και το σώμα να είναι γερό. Αυτ΄έκανε ο Σκλιάς στη γυναίκα και τα παιδιά του».
«Και δεν θα γίνουν ποτέ κανονικοί γιαγιά;»
«Θα πρέπει να σκεφτούν τη δύναμη που έχουν μέσα τους. Θα πρέπει να σκεφτούν πως υπάρχουν, έστω κι αν εκείνος τους παράγραψε. Τότε μόνο θα μπορέσουν να ζήσουν. Γιατί ο άνθρωπος, Μιχαήλα μου, πρέπει από νωρίς να μαθαίνει πως πρώτα ζει γ’ αυτόν τον ίδιον. Πως αυτός είναι πρώτα ευλογημένος. Ακόμη και ο θεός ευλόγησε πρώτα τον έναν κι ύστερα τους δυο. Άραγε ό ένας είναι αρχή. Πρέπει, λοιπόν, ο κάθε άνθρωπος, να ξέρει την αρχή του. Να ξέρει δηλαδή την αξία του».
[…]
Κάποιος ποιητής (Αλφρέντ Ντε Μισέ) είπε πως η γυναίκα για να είναι γυναίκα πρέπει να έχει λίγο αλάτι στο πνεύμα και λίγη τρικυμία στην καρδιά.
[…]
Η κουκίδα αυτή που εσύ λες μηδέν είναι το σημείο που ισορροπεί η πλάστιγγα του μπακάλη, η ζυγαριά της δικαιοσύνης ή ο ζυγός που κρατά ο κριτής του κόσμου. Ακριβώς αυτό λέω. Πως το μηδέν θα μπορούσε να είναι ο κύκλος ο αιώνιος, αυτό που δεν έχει τέλος και αρχή, το τέλειο, ώστε καθετί να βοηθά να διατηρηθεί η ισορροπία. Η ισορροπία του κόσμου ή του ατόμου, το ίδιο είναι.
[…]
«Σωπάστε λίγο και ακούστε. Ακούτε το βουητό που βγαίνει και σηκώνεται στον αέρα. Τι νομίζετε πως είναι; Ο Έρωτας είναι που υπάρχει παντού. Αυτήν τη στιγμή εκατομμύρια όντα ερωτεύονται και γονιμοποιούνται. Σφίγγες, μέλισσες, πεταλούδες, σκουλήκια, ψάρια, καβούρια. Δεν έχει σημασία αν εσύ είσαι ερωτευμένος, σημασία έχει πως αυτό δεν σταματάει στιγμή. Κάθε δευτερόλεπτο, ζει, παντού. Στον αέρα, στο νερό, στο χώμα, στα ζώα, στους ανθρώπους, στα πουλιά. Δεν σκέφτεστε πως μια στιγμή αν έπαυε η φύση να ερωτεύεται, θα έπαυε η συνέχεια του κόσμου».
[…]
Το κυπαρίσσι συμβολίζει τη λησμονιά, που είναι ο πραγματικός θάνατος της συνείδησης. Ο άνθρωπος που ξεχνάει τη ζωή, είναι πράγματι νεκρός. Γι’ αυτό, το κυπαρίσσι ήταν και εξακολουθεί να είναι το κατεξοχήν δένδρο που συνοδεύει τους τάφους στα νεκροταφεία. Η πανάρχαια αυτή παράδοση χαρακτηρίζει όλους τους λαούς που έχουν δεχτεί ελληνική επίδραση και έχει την προέλευσή της στα Ορφικά μυστήρια.
[…]
Κάθε άνθρωπος είναι κυριευμένος από ένα πράμα. Άλλος κατέχεται από αγάπη. Άλλος από μίσος, από ζήλεια, από απληστία, από καλοσύνη ή και φόβο. Άμα μάθεις από ποια δύναμη κατέχεται ο άντρας, θα μπορέσεις να ζήσεις καλά μαζί του και να ευτυχήσεις. Άμα δεν την ανακαλύψεις, θα δυστυχήσετε κι οι δυο.
[…]
Η Διδώ έδινε σε αυτήν την κατάσταση διάφορα ονόματα, μα και εκείνη, καθώς και η ίδια, προτιμούσαν την ελληνική ωραία εκφορά της λέξης «έκσταση». Η Βιργινία είχε ψάξει τις ρίζες της για να φτάσει στο ίδιο αποτέλεσμα της «αγράμματης» Διδώς. Βρισκόσουν έξω από κάθε συνηθισμένη κατάσταση. Δίχως χρήση μαντζουνιών, βοτάνων και αλοιφών, μόνο άδειαζες το μυαλό σου από τις σκέψεις αυτού του κόσμου. Μετά όλα ήσαν εύκολα. Μια λευκή οδός άνοιγε αργά-αργά και εσύ την διάβαινες, ευτυχής, αφού ό,τι σε βάραινε, ό,τι σε καθιστούσε δέσμιο, είχε μείνει πίσω κι εσύ μόνο κινούσες για έναν αέρα που υποσχόταν διεύρυνση ψυχής. Αυτό. Μόνο ψυχής. 
[…]
Μα αυτή ήταν μόνο λίγα χρόνια μεγαλύτερη από δεκάξι. Και τότε, μπροστά στο παράθυρο που περίμενε κάτι να συμβεί και τίποτα δεν συνέβαινε, άρχισε να εφαρμόζει μια αριθμητική που την έφερε σε τρομακτικές πραγματικότητες. Δέκα χρόνια επί 360 ημέρες. Είχε ξυπνήσει τόσες φορές, είχε μαγειρέψει τόσες, είχε τινάξει, ξεσκονίσει, σερβίρει, πλύνει, πάει τα παιδιά στο σχολείο, είχε ξενυχτήσει, τόσες φορές είχε φτιάξει καφέδες, κουλουράκια, πίτες, είχε σερβίρει αχώνευτους συγγενείς, είχε κοιμηθεί με τον άντρα της χωρίς να θέλει, είχε δαγκώσει τη γλώσσα της σε λόγια που δεν έπρεπε να βγουν, είχε πάει επισκέψεις και δει πρόσωπα που δεν εκτιμούσε, είχε καταπιεί μυστικά που δεν έπρεπε να δουν το φως του ήλιου.
Επί δέκα χρόνια μάθαινε τα γεγονότα από αυτόν, παρακολουθούσε θεατρικά στο ραδιόφωνο, σέρβιρε φίλους του που την ξεψάχνιζαν με τα μάτια, κεντούσε λουλούδια που έπαυε σιγά-σιγά να αγαπά, πότιζε δέντρα που δεν ήθελε τον ίσκιο τους, διάβαζε παιδιά με την πεποίθηση πως δεν χρησίμευε σε τίποτα η γνώση. Δέκα χρόνια χαιρετούσε την Αλεξάνδρα και την υποδεχόταν με αγάπη στα πρώτα κρύα. Δέκα χρόνια θαύμαζε την Αλεξάνδρα, ζήλευε την Αλεξάνδρα, αγαπούσε την Αλεξάνδρα. Τέλος κατάλαβε πως δεν αγαπούσε ακριβώς την Αλεξάνδρα, αλλά την ελευθερία αυτής της γυναίκας και πόνεσε τόσο πολύ που έπεσε σε περισυλλογή. Έτσι την είχε γνωρίσει. Ελεύθερη. Έτσι από πάντα είχε μάθει να είναι. Ελεύθερη.
[…]
Άνοιγε στη συνείδησή της μικρά-μικρά περάσματα, ώστε να μπει για τα καλά στο μέσα μέρος του μυαλού της, σαν μια ερώτηση αθώα. Και όχι τόσο επικίνδυνη και ικανή να επιφέρει σεισμό στην ίδια, στην οικογένειά της ή και στο ευρύτερο περιβάλλον της. Μια ερώτηση απλή. Που επεδίωκε απάντηση. Πώς ήταν δυνατόν να συνεχίζει να προσθέτει νούμερα με καθημερινές ασχολίες, στις στήλες απολογισμού της ζωής της, όταν εκεί έξω η ζωή παραληρούσε. Όταν εκεί έξω υπήρχαν όλα αυτά, που δεν είχε βιώσει και που θα πέθαινε χωρίς να τα γνωρίσει;
[…]
Σκέφτηκε τις φίλες της.
Καμιά δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να αντέξει να φτάσει στον πάτο των μυστηρίων της ζωής, σκέφτεται και τώρα, κουρνιασμένη σε μια ρίζα με άνεμο και ψιχάλα, να παγώνει τα πάντα. Εξόν από τη Διδώ. Η Διδώ ήταν ή ίδια η ερώτηση και η απάντηση, ήταν η σοφία και το ανατρίχιασμα της γης. Αυτή τι έκανε;  Πού ήταν η δύναμή της, τη στιγμή που ο γιατρός άρχισε να είναι ο τακτικότερος επισκέπτης του σπιτιού της. Πού ήταν η ορμή που είχε, να ξεφυλλίσει τη ζωή ως το κουκούτσι της, να πάρει αυτό το κουκούτσι στα δόντια της, να το σπάσει, να πιει τον πικρό χυμό του, να καταλάβει, να νιώσει, να γίνει ένα με αυτό που ήταν η αιτία όλων.
[…]
Όφειλε να αδειάσει εντελώς, από όλα αυτά που χτίστηκαν τόσα χρόνια και που, όπως έλεγε εκείνος, θα ήσαν οι αναμνήσεις τους, για όταν η ζωή θα είχε κάνει τον μεγαλύτερο κύκλο της.
Δεν της είχε αρέσει αυτή η κουβέντα. Άκου όταν η ζωή θα είχε κάνει τον μεγαλύτερο κύκλο της. Πώς είχε πει κάτι τέτοιο; Ποιος του είχε δώσει το δικαίωμα να σκεφτεί πως ένας γάμος ή, ακόμα ̶  ακόμα, και τα παιδιά μπορούσαν να τους αφομοιώσουν όλους σε έναν και μόνο κύκλο, αφανίζοντας τις προσωπικές δυνατότητες. Υπήρχαν εδώ άτομα, που το καθένα είχε ή θα είχε μελλοντικά τη δική του ζωή, τις δικές του απόκρυφες επιθυμίες, τους δικούς τους ιδιαίτερους στόχους.
[…]
ΔΕΝ ΔΕΧΤΗΚΕ να την συνοδέψει ο Παύλος. «Δεν είμαι κοριτσάκι και δεν είσαι ο πατέρας μου», του είπε και ανέβηκε στο πίσω μέρος ανοικτού ημιφορτηγού μαζί με πέντ’ έξι άλλες. Με χαρά επιβιβάστηκε θα έλεγε και, μάλιστα, μια χαρά που μεγάλωνε όσο απομακρύνονταν. Δεν ένιωσε τη συστολή που θα όφειλε, ή λύπη που αναγκαζόταν να αφήσει σύζυγο και παιδιά. Δεν θα έδινε την ευκαιρία σε αυτήν τη στείρα εσωτερική δικτάτορα, τη γυναικεία ενοχή  ̶  που τεχνηέντως εμφυσούσαν στις γυναικείες ψυχές αιώνες τώρα ̶ , να την κυριέψει, ούτε θα έφερνε τον εαυτό της στη δύσκολη θέση, κάποτε στο μέλλον να της ζητούσε τον λόγο για όλα αυτά που επιθύμησε και αναγκάστηκε να θυσιάσει σε αυτήν  ̶ τη συστολή ̶  και σε άλλα γυναικεία «γνωρίσματα» που έκαμναν τη γυναίκα αποδεκτή και θελκτική.
Γι’ αυτό άφησε το πρόσωπο στον χλιαρό άνεμο και συγκρατούσε τα μαλλιά με τη βία να μην ξεχυθούν ελεύθερα και αναιδή, μη, και πανέμορφα, στιλπνά και μαγεμένα με αυτήν την ομορφιά τους, κατάληγαν να περιγελούν τα σφικτά και μαζεμένα μαλλιά στα σφιγμένα πρόσωπα των γυναικών που ταξίδευαν μαζί της. Παρόλη την προσπάθεια να μην φανεί κάποια διαφορά, ξεχώριζε. Έτσι, τα βλέμματα την ακουμπούσαν με ενδιαφέρον κι αυτή αντιγύριζε καλοσυνάτα μάτια και ίχνος χαμόγελου. Η ανάσα της ελευθερίας είχε ήδη αρχίσει να την κάνει ακόμη πιο επιεική και γενναιόδωρη.
[…]
…δεν να μάθαινε ποτέ αν η επιμονή ενός ανθρώπου μπορούσε να καθορίσει ή να ανατρέψει τη ροή των γεγονότων, αν η επιμονή ενός ανθρώπου είχε τη δύναμη να αιφνιδιάσει το «γραμμένο», αλλάζοντάς το ή επισπεύδοντάς το.
[…]
Μου μίλησες για ελευθερία. Θυμάσαι τι μου είπες; Πως κάποιος σε έμαθε πως πρώτα οφείλεις να αγαπάς την ελευθερία σου και μετά να αγαπάς όποιον δεν στέκεται εμπόδιο σε αυτήν.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου