ΦΤΕΡΑ ΠΑΓΩΝΙΟΥ
Συγγραφέας: Μάχη Τζαβέλλα
Εκδόσεις: Γκοβόστη 2017
Περίληψη από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Οι καταστρεπτικές
συνέπειες ενός βλέμματος ή πώς μπορεί ένα βλέμμα να γίνει η αφετηρία αφύπνισης
μιας μνήμης άλλοτε αδέσποτης και άλλοτε καθοδηγημένης. Κάπως έτσι η ηρωίδα κάτω
από την απειλή ενός σκοτεινού βλέμματος αισθάνεται καθηλωμένη στο σημείο εκείνο
όπου διασταυρώνονται ριπές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος,
συνθέτοντας μια νέα χρονική διάσταση που δεν είναι άλλη από το παρόν της
γραφής.
Σ’ αυτό ακριβώς το
σημείο κυριαρχούν ανεξέλεγκτες δυνάμεις, που με την καταλυτική τους δύναμη
διαβρώνουν τα όρια ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, η φαντασίωση
επιβάλλεται ως πραγματικό και το πραγματικό περιβάλλεται με την αχλή και την
ισχύ της φαντασίωσης.
Κάτω από αυτές τις
συνθήκες εναλλάσσονται ακατάπαυστα αντίθετα μεταξύ τους συναισθήματα
(αγάπη-μίσος, τρυφερότητα-σκληρότητα, κ.λπ.), συμμετέχοντας στην εκκόλαψη νοσηρών
επιθυμιών και σκέψεων με κυρίαρχη τη σκέψη της μητροκτονίας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
[…]
Πάντως αυτός με
καταλάβαινε ακόμα και όταν ένιωθα μόνη ανάμεσα σε κόσμο, κάτι που μου συνέβαινε
πολύ συχνά. Με βεβαίωνε ότι δεν είμαι η μόνη που νιώθει έτσι, ότι πολλοί, χωρίς
να το ομολογούν, συχνά αισθάνονται έτσι. Τον ρώτησα αν συνέβαινε κάτι τέτοιο
και σ’ εκείνον και όταν μου είπε ότι δεν ήμουν τόσο διαφορετική όσο νόμιζα, τον
λάτρεψα, ίσως γιατί είχα πάντα έναν ακαθόριστο φόβο ότι γεννήθηκα προορισμένη
να νιώθω μοναξιά.
[…]
Ήμουν λοιπόν το
αποτέλεσμα των διασταυρώσεων των βλεμμάτων όλων, με πιο καθοριστικό και
ανυπέρβλητο αυτό της μάνας μου. Ήμουν το αποτέλεσμα των δικών τους θέλω,
εκφρασμένων χωρίς λόγια μέσα από βλέμματα. Ήθελα δεν ήθελα, δεν ξέφευγα,
λειτουργούσα στο πλαίσιο τους, έτσι που και το μέλλον μου ήταν ήδη φτιαγμένο.
[…]
Κάποτε πρέπει να
μου επιστρέψει αυτά που μου στέρησε, ακόμα κι αν δεν μπορεί. Γιατί κάποτε όλα
τα κακά πρέπει να τελειώνουν, ό,τι μας ενοχλεί πρέπει να το πετάμε, ό,τι μας
πονάει να το πονάμε.
[…]
Μήπως τελικά
έκανα κακό και τιμωρούσα μου μόνο τον εαυτό μου; Ο ψυχρός αέρας και η σιωπή
επιδρούσαν πάνω μου με τέτοιο τρόπο που έμοιαζε να μου επέβαλλαν να κρατήσω μια
άλλη στάση, όταν ξαφνικά ένιωσα ότι όλα θα μπορούσε να είναι αλλιώς· αν όμως ήταν
αλλιώς εγώ πού και πώς θα ήμουν τώρα; Η σκέψη ότι δεν θα ήμουν εκεί αν τα
πράγματα ήταν διαφορετικά με ανακούφιζε· αν λόγου χάρη είχα γεννηθεί από
άλλους γονείς που θα με αγαπούσαν τόσο όσο θα μου έφτανε. Γιατί η αγάπη δεν
φτάνει σε όλους το ίδιο. Αν είχα μεγαλώσει σ’ ένα όμορφο σπίτι, με δικό μου
δωμάτιο, με τρυφερότητα και εκδηλώσεις αγάπης, χωρίς την παρουσία της γιαγιάς.
Αν όλα ήταν διαφορετικά προφανώς θα ήμουν και εγώ μια άλλη. Θα μπορούσα ίσως να
χαίρομαι χωρίς να φοβάμαι και η αισιοδοξία μου θα είχε διάρκεια.
[…]
…εγώ κυλούσα στη
μελαγχολία, θεωρώντας ότι η ζωή δεν σου προσφέρει κανένα καλό, ότι είναι
θλιβερή και αδιάφορη κι αυτό με οδηγούσε στην απραξία και τότε ήταν που το σώμα
μου δυσκολευόταν να ανταποκριθεί και στις πιο απλές κινήσεις. Αλλά δεν ήταν
μόνο σωματική η δυσκινησία που ένιωθα, ήταν το μέσα μου που αντανακλούσε προς
τα έξω. Από εκεί ξεκινούσε κάτι σαν αγωνία ύπαρξης που με αποδιοργάνωνε και
κυρίευε το σώμα μου. Όσο μεγάλωνα αυξάνονταν οι σωματικές μου ενοχλήσεις και οι
αιφνίδιες μεταβολές. Ήταν φορές που ενώ γελούσα και αισθανόμουν καλά το γέλιο
μου κοβόταν απότομα από κάτι ακαθόριστο, από κάτι που δεν έλεγχα και τότε
βυθιζόμουν σε μια δυσβάσταχτη θλίψη.
[…]
Θέλησα να την
ξυπνήσω, της φώναξα, αλλά δεν ανταποκρίθηκε κι εγώ πού να ήξερα στην ηλικία μου
για τον βαθύ ύπνο· νόμιζα ότι κοιμάται και μόνο όταν βρέθηκα πολύ κοντά είδα τα μάτια της
ορθάνοιχτα και το στόμα μισάνοιχτο, λες
και από εκεί μέσα είχε φυσήξει δυνατά και είχε βγει η πιο βαθιά της ανάσα
σκορπίζοντας τη μυρωδιά του θανάτου.
[…]
Είχα λέει ένα
παιδί, που συχνά ξεχνούσα την ύπαρξή του και όποτε το θυμόμουν έψαχνα
απεγνωσμένα να το βρω αγωνιώντας για το πού βρίσκεται, αν ζει ή αν έχει
πεθάνει. Συνήθως στο τέλος το εντόπιζα κάπου, αλλά σε άθλια κατάσταση. Με
κοιτούσε και διέκρινα στα μάτια του τη θλίψη και τον πόνο από την εγκατάλειψη.
Ήταν πάντα πεινασμένο, στο τελευταίο στάδιο της ζωής του, ισχνό, χωρίς καμία
δύναμη ν’ αντιδράσει. Έβλεπα πάντα μικρά παιδιά, βρέφη κυρίως και μου έδινε
αφόρητη λύπη να διακρίνω στο βλέμμα αυτών των μικρών πλασμάτων την απόγνωση και
τον φόβο. Έβλεπα και άλλα όνειρα με σπίτια· άλλοτε εμφανίζονταν
φαγητά στο ταβάνι, καρβέλια, ψωμιά αχνιστά και άλλοτε έλειπε η στέγη ή κάποιος τοίχος.
Σε μερικά πάλι κατεδαφιζόταν μέρος του σπιτιού και ίσα που προλάβαινα να σωθώ,
στηριζόμενη σε κάποιο δοκάρι που απέμενε.
[…]
Στο δυνατότερο
φως αναζήτησα ασυναίσθητα τα φτερά των παγωνιών. Διακρινόταν καθαρά το πράσινο
χρώμα τους, αυτό το πανέμορφο χρώμα των ματιών της μάνας μου, τότε που θεωρούσα
ότι είναι η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου και ανησυχούσα στη σκέψη ότι
μεγαλώνοντας κάποια στιγμή θα πέθαινε. Ήθελα να παραμείνει για πάντα νέα και παρά
το νεαρό της ηλικίας μου ̶ αφού δεν είχα
πάει ακόμα σχολείο ̶ προσπαθούσα να υπολογίσω τα χρόνια
της, συγκρίνοντας την ηλικία της με τη δική μου. Ανησυχούσα επίσης και για το
χρώμα των ματιών της, μήπως άλλαζε και αυτό με το πέρασμα των χρόνων, αν και
ποτέ δεν της είχα μιλήσει γι’ αυτές τις ανησυχίες μου· ποτέ δεν της
μίλησα για τη μεγάλη αγάπη που της είχα, για το πόσο μου έλειπε και την
επιθυμία ου να είναι αποκλειστικά δική μου.
[…]
Μιλάω γι’ αυτή
την επιβεβαίωση της ύπαρξης, όπως όταν κοιτάς σε μια λίμνη και περιμένεις να
δεις τη σκιά σου ως φυσικό επακόλουθο. Αντίθετα είναι τρομακτικό να
διαπιστώνεις ότι δεν καθρεφτίζεσαι στο νερό! Αναρωτιέσαι αν υπάρχεις στ’
αλήθεια και αυτή η αγωνία είναι τόσο ισχυρή που θέλεις να φύγεις μακριά, να το
βάλεις στα πόδια, να αναζητήσεις έναν τρόπο για να διαπιστώσεις ότι είσαι
ζωντανός, ότι έχεις ανάσα και χτύπο καρδιάς. Και πού να τολμήσεις να
ξανακοιτάξεις μην τυχόν έκανες λάθος, μην τυχόν δηλαδή ήταν μόνο η ιδέα σου και
δεν είδες καλά. Γιατί πώς είναι δυνατόν να μην φανεί η σκιά σου!
[…]
Ούτε τη λίμνη
είχα ανάγκη, ούτε τη σκιά μου. Πόσο μάταιο και ανώφελο άλλωστε είναι να
σκέφτεται κανείς μια σκιά. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι σκιά, ασχέτως αν μπορεί
να γίνει, αν περνάει τη ζωή του πορευόμενος σαν μία σκιά.
[…]
Είχε χαράξει.
Μπορούσες πλέον να διακρίνεις καθαρά τα αντικείμενα ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε
το βαρύ τασάκι των κουμπάρων με το έντονο ροζ χρώμα του. Τα φτερά των παγωνιών
έμεναν εκεί ακίνητα, ανέγγιχτα από οτιδήποτε. Το πράσινό τους χρώμα φαινόταν ακόμα
πιο λαμπερό στο πρωινό φως. Και τότε αναρωτήθηκα μήπως τελικά κατάφερνα να
ξαναδώ για τελευταία φορά το πράσινο των ματιών της όπως το θυμόμουν από παιδί· μήπως
ξεψυχώντας, σαν από αντίδραση στον θάνατο, ζωγραφιζόταν η αλήθεια στο πρόσωπό της
και ανακτούσε, έστω για λίγο, όλη τη ζωντάνια και την ομορφιά που είχε χάσει
μεγαλώνοντας.
[…]
Δεν ξέρω πόση
ώρα το κρατούσα έτσι γιατί τα βλέφαρά μου έκλειναν και δυσκολευόμουν να κρατήσω
τα μάτια μου ανοιχτά, όταν κάνοντας ένα βήμα, μήπως και κάπως συνέλθω,
παραπάτησα και χρειάστηκε να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια για να κρατηθώ στα
πόδια μου και να μην πέσω στον καναπέ για ύπνο. Ένιωσα το μαξιλάρι σαν να μην
ήταν πια ένα άψυχο αντικείμενο, αλλά με συναισθήματα ηρεμίας και αγαλλίασης. Δεν
ξέρω πόσον καιρό, πόσα χρόνια είχα να νιώσω έτσι, τέτοια θαλπωρή, όπως αυτή που
είχα νιώσει εκείνο το κρύο βράδυ στο δωμάτιο, όταν με είχε πάρει ο ύπνος στην
αγκαλιά της.
[…]
Το σπίτι το
θυμάμαι ολοκάθαρο εκείνη την περίοδο· άσε δε που μαγείρευε συνέχεια και το
φαγητό ήταν άφθονο. Καθόμασταν στο τραπέζι εγώ, η μαμά και ο μπαμπάς, τρώγαμε,
πίναμε μπύρες και ένιωθα πολύ όμορφα. Όταν έφτανε όμως η Κυριακή είχα μία
ακατανίκητη διάθεση να πάω στο σπίτι μου και να χαθώ στη μοναξιά μου· μόνο εκεί
ένιωθα εναρμονισμένη με τον εαυτό μου λες και μόνο τότε έλεγχα καλύτερα τις ανάσες
μου. Έξω ένιωθα συχνά μεγάλη δυσκολία να ακολουθήσω τους ρυθμούς του κόσμου.
Ήταν σαν οι πολλοί άνθρωποι γύρω μου να μου στερούν το οξυγόνο.
[…]
Κάπως έτσι
προσπαθούσα ν’ αναγνωρίσω την αγάπη και να την κατανοήσω, μέσα από μια
διαδικασία φόρτισης και αντιμαχόμενων συναισθημάτων. Στην πραγματικότητα δεν
ήξερα τι είναι η αγάπη, ούτε αν την άξιζα εγώ ή όποιος άλλος. Υπέθετα ότι για
να την αξίζει κανείς θα έπρεπε και να ξέρει να την προσφέρει και αναρωτιόμουν
αν την άξιζα ή αν θα μου δινόταν ποτέ η ευκαιρία να την γνωρίσω και κάνοντας
αυτή τη σκέψη ένιωσα ότι αγάπη θα μπορούσε να σημαίνει αυτή ακριβώς η στιγμή.
Βρισκόμουν ξαπλωμένη στον καναπέ, ξεκουράζοντας το σώμα μου από την ολονύχτια
ταλαιπωρία, απολαμβάνοντας τη ζέστη που ερχόταν από το παράθυρο με τον πρωινό ήλιο.
Και τότε κατάλαβα πως το χειρότερο δεν ήταν ότι δεν μπορούσα ν’ αγαπήσω όπως πίστευα
ή ότι ήμουν ανίκανη να ξεχωρίσω την αγάπη από άλλα συναισθήματα, αλλά ότι δεν
την αποζητούσα, γιατί δεν καταλάβαινα την αναγκαιότητά της· γιατί δεν κατανοούσα
τη διαχρονική τάση και επιθυμία των ανθρώπων ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν.
[…]
Η ζωή τελικά
μπορεί και να γεννιέται μ’ έναν θάνατο, όπως κι εγώ τώρα ξαναγεννιόμουν
αλλάζοντας τη μοίρα μου. Αν αυτή μ’ έφτιαξε κι έγινα αυτό που είμαι, εγώ η ίδια
θα με αποδομούσα. Κάθε νέα σκέψη θα έκρυβε την επιθυμία μου για την πραγματική
ελευθερία. Μπορούσα να είμαι ελεύθερη κάνοντας κάτι τολμηρό, αλλάζοντας το
παρελθόν μου και αφαιρώντας όλα με όσα χωρίς να το επιλέξω συνδέθηκα περισσότερο.
[…]
Το παρελθόν μου
ήταν ενοχλητικό και ανεπιθύμητο. Πλησίαζα τα τριάντα εφτά και απαριθμούσα πολλές
μέρες ζωής που δεν ανταποκρίνονταν στις επιθυμίες μου, ούτε τις είχα χαρεί.
Αναρωτήθηκα αν είχα τη δυνατότητα να περιορίσω τις μνήμες καθώς και για το πότε
και γιατί αυτές ξεπηδούσαν. Είχαν τα άψυχα αντικείμενα τη δύναμη να τις προκαλούν;
Θα πρέπει να ήμουν ανόητη να πιστέψω ότι θα μπορούσα ν’ αποδεσμευτώ από το
παρελθόν τη στιγμή που βρισκόμουν σ’ έναν χώρο συνδεδεμένο όσο τίποτα άλλο μ’
αυτό. Και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι μπορεί να είχα το δικαίωμα της επιλογής,
απλώς δεν το αξιοποιούσα. Γιατί η επιλογή απαιτούσε ευθύνη. Χαμογέλασα μ’ αυτήν
τη διαπίστωση, μόνο που το χαμόγελο πρόδιδε την αδυναμία μου γι’ αυτό και δεν
χάρηκα καθόλου, ίσως γιατί θυμήθηκα τι
έλεγε η μάνα μου ότι «αυτός γελάει με τα χάλια του».
[…]
Αυτό το
αυθόρμητο φιλί στο μαξιλάρι είχε επιφέρει μια πραγματική αλλαγή στα
συναισθήματά μου και ενώ στην αρχή είχα πιστέψει ότι το φίλημα κατά βάθος
απευθυνόταν στη μάνα μου, στην πραγματικότητα φιλούσα τον εαυτό μου. Με φιλούσα
για πρώτη φορά κι αυτό ήταν μια πρωτόγνωρη πράξη αγάπης και ενδιαφέροντος για μένα.
Δυσκολεύτηκα να θυμηθώ άλλη φορά στη ζωή μου να έχω νιώσει έτσι, όταν σκέφτηκα ότι
όλα θα ήταν δυνατόν ν’ ανατραπούν εξαιτίας μιας σύμπτωσης· ότι θα αρκούσε
μια μαγική στιγμή για να συνειδητοποιήσω ότι την αγάπη την κερδίζει κανείς όταν
αρχίζει ν’ αγαπά τον εαυτό του.
[…]
Και ήταν
περίεργο γιατί ενώ από όλες τις εποχές ξεχώριζα τον χειμώνα, περιμένοντάς τον
πάντα με ανυπομονησία, ειδικά τις κρύες βροχερές μέρες με τον μουντό ουρανό, τώρα
ο ήλιος μου φαινόταν αναζωογονητικός και μου έφτιαχνε τη διάθεση. Αναλογίστηκα
γιατί αποζητούσα τόσο τους χειμώνες και κατάλαβα ότι ο λόγος δεν ήταν άλλος από
το ότι αυτή η εποχή ταίριαζε με την ψυχική μου κατάσταση· μέσα στο μουντό
και το κρύο, εγώ δεν θα φάνταζα παράταιρη.
[…]
Ο ήλιος μ’ έκανε
να υποφέρω λες και το φως του έπεφτε πάνω μου για να ξεσκεπάσει την αλήθειά μου.
Και το πρόβλημα δεν ήταν το ξεσκέπασμα της αλήθειας, ήταν, όπως το σκέφτομαι
τώρα, ότι δεν ήξερα ποια είναι αυτή, τι και ποιο είναι το αληθινό.
[…]
Φαίνεται ότι η
μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης, της κατάκτησης της αγάπης, δεν είναι τίποτα
άλλο, παρά να φτάνεις σ’ εκείνο τα σημείο όπου δεν επιθυμείς πια να εκφράσεις
τον κακό σου εαυτό σε κανέναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου