Ευαγόρας Παλληκαρίδης (Αφιέρωμα για τα 60 χρόνια από τη θυσία του)
Σάββατο 9
Μαρτίου 1957
Πρώτη μέρα μέσα στο κελί. Σαν
όραμα περνά μπροστά απ’ τα μάτια μου η έκβαση των πραγμάτων. Ωστόσο τίποτε δεν
με φοβίζει. Τίποτε δεν με λυγίζει. Αντίθετα πεισμώνω ολοένα και περισσότερο. Η
στάση μου περήφανη και επιβλητική και το βλέμμα μου αλαζονικό μπροστά στους
δικαστές που ασυγκίνητοι και στυγνοί με καταδικάζουν εις θάνατον. Αυτή η στάση
αρμόζει στον κάθε αληθινό Έλληνα. Και σαν Έλληνας το λέει η ψυχή μου. Και δεν με φοβίζει ο θάνατος.
Αγνοώντας τις προσπάθειες των δικηγόρων που προσπαθούν να με υπερασπιστούν, εγώ
παραδέχομαι την ενοχή μου και υπερτονίζω ότι έκανα, το έκανα εκούσια για να
υπερασπιστώ την ελευθερία μου. Η σκέψη ότι δεν έχω την παραμικρή ομοιότητα με
τους γλυκανάλατους αποικιοκράτες με ανακουφίζει. Δεν είναι καθόλου το ίδιο ν’
αγωνίζεσαι για την ελευθερία σου με το ν’ αγωνίζεσαι να δαμάσεις έναν
κατακτημένο λαό. Και να προσπαθείς να του επιβάλεις την πολιτική, τη
στρατιωτική και την οικονομική κυριαρχία σου. Μαζί με πολλούς άλλους
συναγωνιστές οραματιζόμαστε τη μικρή μας πατρίδα ελεύθερη. Κι ας μ’ έχουν
συλλάβει, κι ας μ’ έχουν κλείσει μέσα σε τούτο το στενόχωρο κελί. Τους αφήνω να
πιστεύουν πως είναι κυρίαρχοι του παιγνιδιού και χαίρονται επειδή έχουν συλλάβει
το σώμα μου. Δεν αντιλαμβάνονται οι χαμένοι ότι την καρδιά και την ψυχή μου
μόνο εγώ τις ορίζω. Κανένας κατακτητής και καμιά δύναμη δεν μπορεί να επέμβει.
Κι ας πιστεύουν πως έχουν τη δύναμη, πως έχουν το πάνω χέρι. Τη μαύρη τύφλα
τους έχουν τα στραβόξυλα.
Ανείπωτη χαρά και περηφάνια
ξεχειλίζουν από μέσα μου και εμποτίζουν ολόκληρο το είναι μου. Το μόνο που με
κάνει να μαραζώνω είναι το θλιμμένο πρόσωπο της μάνας μου. Προσπαθώ με αστεία
ν’ απαλύνω τον πόνο της μα ξέρω πως δεν τα καταφέρνω. Κατανοώ πως το να χάνει
μια μάνα το παιδί της είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο. Καημένη
μάνα!
Κυριακή 10
Μαρτίου 1957
Δεύτερη μέρα μέσα στο κελί. Ήδη
διανύω τη δεύτερη μέρα μετά την καταδίκη μου εις θάνατον. Κλεισμένος μέσα στο
κελί αναμένω την εκτέλεσή μου. Δεν δειλιάζω ούτε για μια στιγμή. Τα πνευμόνια
μου αναπνέουν ελεύθερα και η καρδιά μου επίσης πάλλεται στους ρυθμούς της
ελευθερίας. Η μάνα μου που μ’ επισκέπτεται καθημερινά πνίγοντας τα δάκρυά της
προσπαθεί να με παρηγορήσει και μ’ ενημερώνει ταυτόχρονα για τις ενέργειες που
γίνονται απ’ όλους τους φορείς για να μην εκτελεστεί η καταδίκη μου και να μου
απονεμηθεί χάρη. Ακόμη και Άγγλοι βουλευτές προσπαθούν να ματαιώσουν την
εκτέλεσή μου. Εγώ μέσα μου το νιώθω πως τίποτε δεν πρόκειται να καταφέρουν.
Εξάλλου, ήμουν πανέτοιμος και διατεθειμένος, από την πρώτη κιόλας στιγμή που
εντάχθηκα στον αγώνα, να χαρίσω και τη ζωή μου για την ελευθερία της μικρής μου
πατρίδας.
Απτόητος ο Άγγλος δήμιος. Φτυμένο
τον έχω. Ο νεανικός ενθουσιασμός μου παραμένει ακλόνητος ακόμη και μέσα στη
φυλακή. Επαναφέρω στο μυαλό μου πολλές φορές τη δίκη.
«Έχεις να είπης τι, διατί να μην
σου επιβληθεί ποινή;»
«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε.
Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερία του. Τίποτε
άλλο.»
Τα λόγια αυτά γυροφέρνουν στο
μυαλό μου και με γεμίζουν περηφάνια. Νιώθω ότι αυτή ήταν η απάντηση που τους
άξιζε. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο.
Δευτέρα 11
Μαρτίου 1957
Τρίτη μέρα μέσα στο κελί. Τίποτε
δεν αλλάζει. Η ίδια αναμονή, ίσως και προσμονή. Νυχτώνει, ξημερώνει αλλά στην
ουσία δεν αντιλαμβάνομαι καμιά διαφορά. Η σκοτεινιά του κελιού κάποιες στιγμές,
ευτυχώς μεμονωμένες, σκοτεινιάζει και την ψυχή μου. Όχι, δεν το θέλω αυτό.
Παρότι η λογική κι ο ενθουσιασμός των δεκαεπτά μου χρόνων συγκρούονται
ανελέητα. Παρότι τα όνειρά μου κόβονται πριν καν ανθίσουν. Παρότι δεν πρόλαβα
να γευτώ τους χυμούς της ζωής. Δεν θέλω
με τίποτε να δώσω την ευχαρίστηση στους δήμιους ότι μ’ έχουν λυγίσει. Εγώ δεν
λυγίζω όπως ο κάθε αγωνιστής δεν λιγώνει. Δεν επιτρέπεται να λυγίσω. Και δεν
πρόκειται για μένα. Δεν πρόκειται για τον Βαγορή και τον κάθε Βαγορή. Πρόκειται για κάτι πολύ μεγάλο και ιερό.
Πρόκειται για την ελευθερία της πατρίδας μας. Την ελευθερία της συνείδησής
μας. Η αξιοπρέπειά μου δεν μου επιτρέπει
να ζω κάτω από τον ζυγό των Άγγλων αποικιοκρατών. Και πολύ σοφά ο Ρήγας Φεραίος
είπε: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και
φυλακή». Ένα αχνό χαμόγελο σκάζει στα χείλη μου. Στη μνήμη μου έρχεται η πρώτη
φορά που αντιτάχθηκα ̶ χωρίς κανέναν
φόβο ̶ στους Άγγλους. Ήταν περίπου πριν
τρία χρόνια, όταν ετοιμάζονταν να γιορτάσουν τη στέψη της νέας βασίλισσας Ελισάβετ. Ήμουν τότε
δεκαπέντε χρόνων. Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα, εγώ παράτολμος όπως πάντα, σκαρφάλωσα
σε μια κολόνα των προπυλαίων του σχολείου μου κι έριξα την αγγλική σημαία. Στη
συνέχεια άλλοι μαθητές ξέσχισαν και έκαψαν τη σημαία. Αυτό ήταν η απαρχή. Από κείνη τη στιγμή ένιωθα να με σφίγγουν οι αλυσίδες
της σκλαβιάς. Από κείνη τη στιγμή ήθελα να τις σπάσω και να ζήσω ελεύθερος και
αδέσμευτος. Από κείνη τη στιγμή πρόσμενα την ευλογημένη ώρα.
Τρίτη 12 Μαρτίου
1957
Τέταρτη μέρα μέσα στο κελί. Δεν
μου απομένει καμιά απαντοχή. Νιώθω τις δυνάμεις μου ολοένα να εξασθενίζουν.
Προσπαθώ να κρατηθώ ψύχραιμος. Ευτυχώς έχω για συντροφιά το μολυβάκι μου που
συνεχίζει να ζωγραφίζει πάνω στο χαρτί τη λυγερόκορμη κορμοστασιά της
ελευθερίας. Κάθε μέρα που περνά, η ελευθερία ομορφαίνει και ξεχειλίζει από
νιάτα και ζωτικότητα. Κόρη πανώρια, ανθεί σαν μπουμπούκι μες την Άνοιξη. Βηματίζει
αγέρωχη ανάμεσα στις κατακόκκινες παπαρούνες
και στους πολύχρωμους λαλέδες που γεμίζουν τους αγρούς αυτή την εποχή. Τ’
αγριολούλουδα φαίνονται σαν περσικά χαλιά. Η φύση ολόκληρη ευφραίνεται από τις
ευωδιές και την πανδαισία των χρωμάτων. Έτσι και η ελευθερία μέσα σ’ αυτή την
ευφορία βαδίζει αργόσυρτα μα σταθερά. Κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να σταθεί στον
δρόμο της. Τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της ανεμίζουν ανέμελα στους ώμους της. Τα
χαρακτηριστικά του προσώπου της λεπτεπίλεπτα, σαν πίνακας της Αναγέννησης, και
το γλυκό χαμόγελό της, σαγηνεύουν ακόμη και τους κατακτητές. Τους ξελογιάζει… Την
ονειρεύομαι, και στον ύπνο και στον ξύπνιο, να φτάνει στην κορυφή του βουνού.
Και από κει ψηλά ν’ αγκαλιάζει περήφανη το νησί μας. Και να του δίνει φως,
δύναμη και χαρά.
Τετάρτη 13
Μαρτίου 1957
Πέμπτη μέρα μέσα στο κελί. Πέμπτη
και τελευταία. Τελευταία μέρα που ζω και αναπνέω «κάτω από τον σκοτεινό
συννεφιασμένο ορίζοντα της δούλης Κύπρου». Κανείς δεν μ’ έχει ενημερώσει.
Ωστόσο το διαισθάνομαι. Ούτε το λογικό μεσολαβεί ούτε οι αισθήσεις. Απλά
μεσολαβεί το είναι μου. Μεσολαβώ εγώ, ο Ευαγόρας. Από αύριο θ’ ανοίξει η
καταπακτή κι εγώ θα περάσω στην αιωνιότητα. Θα μεταβώ σε μιαν άλλη διάσταση
χωρίς σημασίες και νοήματα. Μα όλη η αξία αυτής της μετάβασης κρύβεται σε μια
μόνο λέξη. Ελευθερία! Πόσο σ’ έχω στ’ αλήθεια ερωτευτεί! Μ’ έχεις ξελογιάσει…
Μου ΄χεις κλέψει ολότελα και το μυαλό και την καρδιά. Η τσαχπινιά σου με
τρελαίνει… Στη σκέψη σου νιώθω να χάνω την αυτοκυριαρχία μου. Η καρδιά μου
φουσκώνει περήφανα μόνο για σένα. Βιάζομαι. Πρέπει όλ’ αυτά τα συναισθήματα να
προλάβω να τα καταγράψω. Πρέπει ν’ αφήσω κάτι στους συμμαθητές μου. Ένα
προσάναμμα… Εγώ φεύγω, θυσιάζομαι για την πατρίδα. «Ακολουθώ τη μοίρα μου με
θάρρος και δεν λυπάμαι για τίποτε. Ας χάσω το καθετί. Μια φορά κανείς πεθαίνει.
θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι
πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου